Πέμπτη 12 Ιουλίου 2018

Ζίτσα




Η Ζίτσα είναι χωριό του Νομού Ιωαννίνων και γνωστή ιδιαίτερα για το κρασί της. Κτισμένη σε ημιορεινή θέση στην αριστερή όχθη του ποταμού Καλαμά, βρίσκεται περίπου 25 χιλιόμετρα δυτικά των Ιωαννίνων. Διοικητικά υπάγεται στο Δήμο Ζίτσας, αλλά μολονότι έχει δώσει στο δήμο το όνομά της, δεν αποτελεί έδρα του. Σύμφωνα με την πλέον πρόσφατη απογραφή της ΕΣΥΕ (2001), ο πληθυσμός της ανέρχεται σε 879 κατοίκους. Η Ζίτσα ιδρύθηκε τα τέλη του Μεσαίωνα, πιθανότατα λίγο πριν ή μετά το ξεκίνημα του 15ου αιώνα. Η πρώτη αναφορά σε αυτήν γίνεται στο Χρονικό των Ιωαννίνων, σε γεγονότα του έτους 1382, δεν γίνεται όμως σαφές από τα συμφραζόμενα εάν πρόκειται για αμυντική θέση ή ήδη ιδρυμένο χωριό.
Για την προέλευση της ονομασίας έχουν διατυπωθεί οι εξής θεωρίες:
  • Σλαβική, (όπως πολλά ακόμα υστερομεσαιωνικά τοπωνύμια της Ηπείρου) και σήμαινε ψυχή ή κατ’ άλλους σύνορο. Σέρβικο μοναστήρι με το ίδιο όνομα υπάρχει κοντά στα Σκόπια, εκεί μάλιστα είχε στεφτεί βασιλιάς ο Στέφανος Δουσάν, ιδρυτής του οίκου που εξουσίαζε το Δεσποτάτο της Ηπείρου στο β΄ μισό του 14ου αιώνα. 
  • Ελληνική, σύμφωνα με τον τοπικό θρύλο που αφηγείται ότι πρώτη οικίστρια του χωριού ήταν μια κοπέλα ονόματι Ζωίτσα. 
  • Τουρκική, από τη λέξη şişa (φιάλη, παγούρι).  

Παραδοσιακές δραστηριότητες των κατοίκων του χωριού είναι η αμπελουργία και η κτηνοτροφία. Από τα παραπάνω, αυτό που έχει χαρίσει στη Ζίτσα διεθνή αναγνωρισιμότητα, είναι το φερώνυμο κρασί της (ΟΠΑΠ κωδ. ZT) από λευκά σταφύλια της ποικιλίας ντεμπίνα. Αν και δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς εισήχθη η καλλιέργεια της ντεμπίνα, το 18ο αιώνα το χωριό είχε ήδη εδραιώσει τη φήμη του ως οινοπαραγωγός περιοχή. Στη Ζίτσα λειτουργούν τρία οινοποιεία: το οινοποιείο της ΖΟΙΝΟS , το ΚΤΗΜΑ ΓΚΛΙΝΑΒΟΣ και το οινοποιείο των Αφων Πράσοου . Στις μέρες μας η συγκεκριμένη ποικιλία καλλιεργείται αποκλειστικά στην καλούμενη Αμπελουργική Ζώνη Ζίτσας, η οποία περιλαμβάνει επίσης τα χωριά Πρωτόπαππας, Καρίτσα, Λιγοψά, Κληματιά και Γαβρισιοί. Γύρω απ’ αυτήν έχει αναπτυχθεί ο τοπικός δευτερογενής τομέας με τρία οινοποιεία.
Ιστορία
Οθωμανική περίοδος 
Επί Τουρκοκρατίας (1430-1913) η Ζίτσα αναδείχθηκε στο κεφαλοχώρι των Κουρεντοχωρίων, όπως ονόμαζαν οι Οθωμανοί την ευρύτερη περιοχή. Σε αντίθεση με τις συνήθειες της οθωμανικής φεουδαρχίας, ουδέποτε υπήρξε ιδιωτική κτήση: Από το 1430 έως το 1788 ήταν υπό την προστασία της βαλιδέ σουλτάνας (η μητέρα του εκάστοτε σουλτάνου), ενώ στη συνέχεια αφιερώθηκε στα καθιδρύματα της Μέκκας μέχρι την απελευθέρωση. Αυτό οφείλεται στη στρατηγική της θέση, η οποία εξασφάλιζε τόσο την ασφαλή επικοινωνία των Ιωαννίνων με το Πωγώνι και τη Βόρεια Ήπειρο, όσο και ανεμπόδιστη παρατήρηση μεγάλου κομματιού της Θεσπρωτίας.
Η κομβική θέση κι η ανάπτυξη της αμπελουργίας συντέλεσαν στη δημιουργία ενός αστικού – εμπορικού στρώματος που δραστηριοποιήθηκε στα Βαλκάνια και ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου. Παράλληλα τα μοναστήρια Προφήτη Ηλία και Πατέρων, διαθέτοντας μετόχια σε Ρουμανία και Ρωσία, χρηματοδοτούσαν τις σπουδές πολλών ντόπιων σε πανεπιστήμια, καθώς και την ίδρυση σχολείων εντός του χωριού.[1] Από αυτά προήλθαν προσωπικότητες όπως ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας Α΄ (α΄ μισό 16ου αι.), ο μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας Δοσίθεος Φιλίτης (1734-1826) ή ο εθνεγέρτης ιατρός Δημήτριος Νικολίδης (σχεδόν σύγχρονος του προηγουμένου, μαρτύρησε με το Ρήγα Φεραίο το 1798 στις φυλακές του Βελιγραδίου).


Η ακμή των των μοναστηριών και συνάμα η εκπαιδευτική δραστηριότητά τους διακόπηκε στα μέσα του 18ου αιώνα, αλλά το κενό αναπληρώθηκε σύντομα υπό την επίδραση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και χάρη σε σειρά δωρεών από Ζιτσαίους της διασποράς. Σύμφωνα με την παράδοση, το 1764 οι κάτοικοι ίδρυσαν νέο ελληνικό σχολείο, το λεγόμενο Δασκαλειό, κατόπιν παραίνεσης του Κοσμά του Αιτωλού. Στο πρώτο μισό του 19ου αι. ο Κωνστάντιος Φιλίτης, τότε επίσκοπος Βουζαίου Ρουμανίας και ανηψιός του Δοσιθέου, δώρισε αρκετές χιλιάδες γρόσια από την προσωπική του περιουσία για να ιδρυθεί βιβλιοθήκη και σχολείο, ορίζοντας μάλιστα να μη διδάσκεται μόνο η «παλιά» αλλά και η νέα ελληνική γλώσσα – τα χρήματα έγιναν ακόμα περισσότερα όταν ο Δοσίθεος απεβίωσε και όρισε τον Κωνστάντιο εκτελεστή της διαθήκης του. Το έργο τους συνέχισε ο ΑναστάσιοςΦιλίτης (απεβ. 1883), ο οποίος επιπλέον κληροδότησε στη Ζίτσα και τα Ιωάννινα 300.000 φράγκα για τη σύσταση υποτροφιών. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει επίσης στον Αναστάσιο Γουδίνο, έμπορο που δραστηριοποιείτο στη Βλαχία και άφησε με τη διαθήκη του (συντάχθηκε το 1868) έξι χιλιάδες καισαροβασιλικά φλουριά στα σχολεία της Ζίτσας.
“Ω Ζίτσα, από τον σύνδεντρο και φουντωτό σου λόφο
χαριτωμένο και ιερό προβάλλει μοναστήρι.
Εκείθε οπού και αν ρίξουμε το βλέμμα, επάνω, κάτω,
τριγύρω μας, τι χρώματα κάθε λογής, τι τόποι
με θέλγητρα μαγευτικά ξανοίγονται μπροστά μας!
Βράχοι, ποτάμια και βουνά και δάση, απ΄ όλα πλήθος,
και ένας γαλάζιος ουρανός δίνει αρμονία σ΄ όλα.”

Βύρων, Το Προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ,   XLVIII
Απόδοση στα ελληνικά: Δημ. Σάρρος
Η επίσκεψη στη Ζίτσα περιγράφεται σε πολλά χρονικά δυτικοευρωπαίων που περιηγήθηκαν τα Ιωάννινα την εποχή του Αλή Πασά. Αναφέρονται ενδεικτικά οι Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ (1809), Τζον Κομπχάουζ – Λόρδος Βύρων (1809) και Χένρι Χόλαντ (1813). Σίγουρα η πιο πολυτυπωμένη από αυτές τις επισκέψεις είναι των Κομπχάουζ και Βύρωνα, οι οποίοι έμειναν δύο ημέρες στον Προφήτη Ηλία. Ο μεν πρώτος κατέγραψε στο χρονικό του την άθλια κατάσταση που είχε επιβάλει στο μοναστήρι η εξουσία του Αλή Πασά, ο δε δεύτερος εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ απ’ τη θέα, που εμπνεύστηκε μια στροφή απ’ το διάσημο ποίημα Childe Harold.
Ο «σαλναμές» του βιλαετίου Ιωαννίνων για το οικονομικό έτος 1311 (Μάρτιος 1895 έως Φεβρουάριος 1896), όπου διασώζεται η τελευταία αναλυτική απογραφή της οθωμανικής περιόδου, αποτυπώνει για τη Ζίτσα την εικόνα μιας ακμάζουσας κοινότητας με 260 «χανέδες» (οικογένειες) και συνολικά 1.472 κατοίκους.
 Η Ζίτσα καμαρώνει για τους ευεργέτες της .
Η Ζίτσα μπορεί να καυχάται για τον σπουδαίο χαρτογράφο Μιχαήλ Χρυσοχόο
και τη σπουδαία ποιήτρια Χρυσάνθη Ζιτσαία .
Πλειάδα  λογίων και επιφανών ανδρών  έλκουν την καταγωγή τους από τη Ζίτσα. 

Σύγχρονη περίοδος

Το χωριό απελευθερώθηκε μαζί με τα Ιωάννινα το 1913 στα πλαίσια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου. Συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση (1941-1945) κυρίως μέσα απ’ τις γραμμές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ενώ κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο που ακολούθησε υπήρξε θέατρο σφοδρών μαχών λόγω της στρατηγικής του θέσης. Στα μεταπολεμικά χρόνια πολλοί κάτοικοι οδηγήθηκαν στη μετανάστευση, κάτι που εντεινόταν από επιδημίες φυλλοξήρας που έπλητταν τα αμπέλια έως τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Παράλληλα, η χάραξη νέων οδικών αξόνων και η αναδιάταξη των κοινωνικών – οικονομικών δομών ακύρωσαν σε μεγάλο βαθμό τον αυτόνομο ρόλο που διαδραμάτιζε η Ζίτσα στην ευρύτερη περιοχή, μετατρέποντάς την σε δορυφόρο των Ιωαννίνων.


Πινακοθήκη Χαρακτικής

Μια «στέγη» χαρακτικής δεν αφορά μόνο τη φύλαξη και έκθεση μιας συλλογής χαρακτικών έργων. Η ύπαρξη αυτής καθεαυτής πινακοθήκης χαρακτικής σημαίνει και σηματοδοτεί πολλά περισσότερα. Ανοίγει την πόρτα στη γνώση και τη γνωριμία και αναδεικνύει τη δημοκρατικότητα της ευρύτητας που χαρακτηρίζει την εγχάρακτη τέχνη. Υπό αυτό το πρίσμα η Πινακοθήκη Χαρακτικής της Ζίτσας Ιωαννίνων είναι μια σημαντική γέφυρα προς τον πλούτο των εκφραστικών μέσων, την ποικιλία των υλικών, την ιστορία της Νεοελληνικής χαρακτικής κατά τον 19ο και 20ο αιώνα και πάνω από όλα, πρόκειται για το άνοιγμα της συζήτησης ανάμεσα στους δημιουργούς του 21ου αιώνα που προχωράει με ταχείς ρυθμούς.


Η συγκέντρωση των έργων και το όραμα της ίδρυσης του μουσείου οφείλονται σε έναν πολύ σημαντικό Νεοέλληνα ζωγράφο, που κατά πως αποδεικνύεται είχε ένα κοινό σημείο αναφοράς με τα έργα που συνέλεγε. Ήταν απόλυτα έως ουτοπικά δημοκρατικός. Ο λόγος για τον Κώστα Μαλάμο, ο οποίος τίμησε με κάθε δυνατό τρόπο τον τόπο καταγωγής του, τη Ζίτσα Ιωαννίνων και με ακούραστη διάθεση και αγάπη τους συναδέλφους του, είτε ζωγράφους είτε χαράκτες.


Στους χώρους της Πινακοθήκης, ξεκινάει ένα γοητευτικό ταξίδι από τις απαρχές της Νεοελληνικής χαρακτικής, με τη διαδρομή να παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον για ειδικούς «ταξιδιώτες» αλλά και μη μυημένους. Ο προορισμός μένει πάντοτε ανοιχτός και προσωπικός για τον επισκέπτη. Οι μεγάλοι δάσκαλοι, «Πατέρες» της χαρακτικής, οι μαθητές τους, οι ζωγράφοι και οι συνεχιστές τους είναι εκεί και μέσα από τα έργα τους περιμένουν να ξεναγήσουν καθέναν από εμάς σε αυτό το ταξίδι.

                                          Λαογραφικό Μουσείο  Ζίτσας 

 

Το μουσείο  είναι δημιούργημα του Πολιτιστικού Συλλόγου της Ζίτσας, με την ουσιαστική συνδρομή του Δήμου και στεγάζεται στο κτίριο Παπαπέτρου στο κέντρο της Ζίτσας (ρούγα) απέναντι από τον Ιερό Ναό του Αγ. Νικολάου  και φιλοδοξεί να αποτελέσει πόλο έλξης  για τους κατοίκους και τους επισκέπτες  της Ζίτσας.
Το λαογραφικό μουσείο διαθέτει πάνω από 1000 εκθέματα στον θεματικά διαμορφωμένο εκθεσιακό του χώρο των δύο κτηρίων του, καθοδηγώντας τον επισκέπτη σε μία γνωριμία με την τοπική ιστορία, την παράδοση του τόπου κατά την διάρκεια των διαφόρων εκφάνσεων της ζωής των κατοίκων.
Η συλλογή του περιλαμβάνει αντικείμενα από τον υλικό βίο (αγροτικές ασχολίες), οικιακά σκεύη, όργανα χειροτεχνίας, ενδυμασίες καθώς και έντυπο και εικαστικό υλικό.

Μονή Πατέρων

Η Μονή Πατέρων είναι χτισμένη απέναντι από το χωριό Λίθινο σε πλάτωμα χαμηλού λόφου, σε πλάτωμα χαμηλού λόφου, σε υψόμετρο 400 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας, χτισμένο σε δάσος με αιωνόβιες βαλανιδιές, το οποίο δυστυχώς σήμερα δεν υπάρχει. Μαζί με το Θεογέφυρο αποτελούν τα πιο βασικά μνημεία της περιοχής και φυσικά τα πιο ενδιαφέροντα.
Υπήρξε στην μακρόχρονη ιστορία του, ένα από τα πιο πλούσια μοναστήρια της Ηπείρου και μαζί μ’ αυτό του Προφήτη Ηλία, από τα πιο μεγάλα. Μάλιστα οι ιστορικοί αναφέρουν ότι το μοναστήρι των Πατέρων ήταν πιο πλούσιο και πιο μεγάλο απ’ αυτό του Προφήτη Ηλία στη Ζίτσα. ’λλωστε η σημαντικότητα του αυτή δικαιολογείται και από το γεγονός ότι πολλοί ιστορικοί, γεωγράφοι, περιηγητές αναφέρονται σ’ αυτό. Είχε στην κατοχή του τεράστιες εκτάσεις γης ενώ η περιουσία του έφθανε μέχρι τη Βλαχιά και τη Ρωσία, όπως θα πούμε παρακάτω. Ο Λαμπρίδης στα ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ υποστηρίζει πως αρχικά η έδρα της Μονής ήταν δεξιά του Καλαμά, στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου. ’γνωστο πότε, η έδρα της Μονής μεταφέρεται στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου, δίπλα στο Θεογέφυρο και το 1668 μεταφέρεται στη θέση που βρίσκεται σήμερα.
Συγκεκριμένα στο βιβλίο του ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ τεύχος έκτον, ΙΕΡΑ ΕΝ ΗΠΕΙΡΩ ΣΚΗΝΩΜΑΤΑ ΕΞ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ ΔΩΡΕΩΝ ΤΥΧΟΝΤΑ, σημειώνει: “Η Δε των Πατέρων παραποτάμιος ούσα απέναντι από του χωρίου Λιθίνου και επί βράχου πετρώδους. Έκειτο δε αυτή κατ’ αρχάς μεν εις την δεξιάν όχθην του Θυάμιδος, ένθα και παρεκκλήσιον του Αγίου Αθανασίου σώζεται. Εκείθεν Δε μετετέθη επί του Θεογύρου, ένθα και ναός Αγίου Νικολαόυ υπάρχει, τω Δε 1668 όπου και νυν παρ’ αρχαιότατα ασκητήρια εκτίσθη”
Ο Βασίλειος Οικονόμου στο βιβλίο του Η ΖΙΤΣΑ , ΚΩΜΟΠΟΛΗ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ, έκδοση 1979, σελίδες 108-109, αναφερόμενος στη Μονή των Πατέρων σημειώνει: ” Όταν το μοναστήρι αυτό ήταν στην δεξιά όχθη του Καλαμά και στο Θεογέφυρο, ήταν εντελώς ασήμαντο. Ύστερα όμως από την οριστική του μεταφορά έφθασε σε μεγάλη οικονομική ακμή”
Και προσθέτει για την περιουσία της Μονής: “Όλη η τεράστια έκταση από το Θεογέφυρο μέχρι της πηγής Τριάμινα ήταν ιδιοκτησία του…”. Σύμφωνα λοιπόν με αυτές τις δυο μαρτυρίες η έδρα της Μονής δεν ήταν από την αρχή στη θέση όπου βρίσκεται σήμερα.
Ωστόσο, από επιγραφή που βρέθηκε πάνω από την κυρία είσοδο του ναού, στο εσωτερικό μέρος, όπως την κατέγραψε ο Χρήστος Σούλης στο βιβλίο του “Επιγραφαί και ενθυμήσεις Ηπειρωτικαί” μαθαίνουμε πως το καθολικό του μοναστηρίου θεμελιώθηκε στα 1590 μ.Χ.
Βλέπουμε μια διαφορά 78 χρόνων από την χρονολογία που θεμελιώθηκε ο καθολικός του ναού, μέχρι την χρονολογία όπου μεταφέρεται η έδρα της μονής. Αυτό σημαίνει, εφ ‘όσον δεχθούμε τις χρονολογίες που μας δίνουν οι ιστορικοί ως πραγματικές, ότι για 78 χρόνια συνυπάρχουν οι δύο ιεροί χώροι και το μοναστήρι έχει την έδρα του σ’ αυτόν του Αγίου Νικολάου. Πάντως -και αυτό να το μνημονεύσω- σε ότι αφορά την χρονολογία μεταφοράς της έδρας του μοναστηριού, το 1668 στην σημερινή του θέση, εκτός από τον Λαμπρίδη, την μνημονεύει και ο Αραβαντινός, ο οποίος έγραψε για την Ήπειρο μερικά χρόνια πριν από τον Λαμπρίδη. (Ο Αραβαντινός έγραψε στα 1866 και ο Λαμπρίδης στα 1888).


Ο Εμμανουήλ Γεωργιάδης στο βιβλίο του για τη Ζίτσα, έκδ. 1889, στη σελ.30 σημειώνει τα εξής σχετικά με την εκκλησία του Αγίου Νικολάου και της Μονής Πατέρων : “Μονή Αγίου Νικολάου: Δεξίοθεν του ποταμού και εγγύτατα του Θεογέφυρου κείται ο ’γιος Νικόλαος μονίδριον αρχαιότατον, διατηρόν έτι τα κατηχούμενα. Τα εισοδήματα τούτου ως και τα της ετέρας του Αγίου Αθανασίου αντίπερον της κειμένης, ηρπάγησαν υπό των μοναχών της Μονής των Πατέρων”.
Και ο Γεωργιάδης δηλαδή υποστηρίζει ότι ο ’γιος Νικόλαος ήταν Μοναστήρι όταν χτίστηκε το καθολικό της Μονής Πατέρων και για ένα χρονικό διάστημα λειτουργούσανταυτόχρονα.
Πάντως μελέτη της 8ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων η οποία συνετάγει το 1922 και αφορά το μοναστήρι, σημειώνει ότι ο ναός του Αγίου Νικολάου έχει δεχθεί πρόσφατα κακότεχνες επισκευές, κάτω από τις οποίες διακρίνεται η πλινθοπερίκλειστη τοιχοποιία, σημαντικό στοιχείο για την χρονολόγηση του ναού την υστεροβυζαντινή εποχή. Δηλαδή μετά το 1204. Είναι προφανές ότι ο ναός του Αγίου Νικολάου είχε κατά το παρελθόν υποστεί διαδοχικές καταστροφές. Η θέση του δίπλα στο Θεογέφυρο δικαιολογεί την εκτίμηση αυτή, αφού το γεφύρι ήταν στρατηγικής σημασίας και σε κάθε εξέγερση αποτελούσε τον προμαχώνα των επαναστατών.
Μια από τις εξεγέρσεις αυτές σημειώθηκε το 1854, όταν στο Θεογέφυρο οχυρώθηκε ο γνωστός στην αθηναϊκή κοινωνία φαρμακοποιός Βασίλειος Βιδεβής. Με την κατάπνιξη αυτής της επαναστατικής απόπειρας, η εκκλησία του Αγίου Νικολάου καταστρέφεται, για να επισκευαστεί λίγο πριν το 1895. Μήπως και στη νεότερη ιστορία δεν καταστράφηκε ο ναός; Σχετικά τώρα με την πληροφορία που μας δίνει ο Λαμπρίδης για την αρχική έδρα του μοναστηρίου στον ιερό ναό του Αγίου Αθανασίου, η μελέτη της 8ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων διευκρινίζει : “Οι μαρτυρίες του Λαμπρίδη για την αρχική φάση της Μονής δεν είναι δυνατόν σήμερα να επιβεβαιωθούν, αφού ο ναίσκος του Αγίου έχει επισκευασθεί παλαιότερα.”. Αυτό σημαίνει ότι, μετά την επισκευή του δεν υπάρχουν πια τα στοιχεία εκείνα που θα βοηθούσαν τον επιστήμονα να σχηματισθεί άποψη για την αλήθεια των λεγομένων του Λαμπρίδη.

Μονή Προφήτη Ηλία

Το μοναστήρι του Αϊλιά της Ζίτσας είναι χτισμένο στην κορυφή του ομώνυμου λόφου που υψώνεται πάνω από την κωμόπολη. Ο λόφος αυτός έχει υψόμετρο 780 μέτρα και τα παλιά χρόνια ήταν κατάφυτος από πελώριες αιωνόβιες βελανιδιές, μερικές από τις οποίες σώζονται και σήμερα. Απ’ την κορυφή του η θέα είναι περίβλεπτη και θελκτική ώστε ο Λόρδος Βύρων που επισκέφτηκε το μοναστήρι το έτος 1809 κι έμεινε δυο μέρες σ’ αυτό στις 12 και 13 Οκτωβρίου, καταμαγεύτηκε απ’ αυτή κι αφιέρωσε στο βιβλίο του «Ταξίδι του Χάρολδ» τον εξής υπέροχο ύμνο: «Ω Μοναστήρι της Ζίτσας! Ευτυχές και ιερόν άσυλον. Φθάσαντες στην υψηλή και κατάσκιο κορφή σου φέρομεν τα βλέμματά μας κάτω υπό τα πόδια μας, υπεράνω των κεφαλιών μας! Τι ποικιλία χρωμάτων αντάξια της Ίριδας! Αλλά και άλλοι πολλοί επίσημοι ξένοι, όπως ο αυτοκράτορας του Μεξικού Μαξιμιαλιανός που επισκέφτηκε το μοναστήρι έμεινε κατάπληκτος από τη μαγευτική τοποθεσία του λόφου κι εξέφρασε το θαυμασμό του γι’ αυτόν. Έγραψε μάλιστα στον τοίχο του δωματίου του μοναστηριού στο οποίο φιλοξενήθηκε τα παρακάτω λόγια: «Ω Ζίτσα ευτυχής όποιος είδε τας φυσικάς σου καλλονάς, ευτυχέστερος όποιος δύναται ν’ απολαμβάνει τα θέλγητρά σου, αι μαγευτικαί σου θέσεις φέρουν στη σκέψη του ανθρώπου την ύπαρξη του Πλάστου».


Το μοναστήρι σύμφωνα με πληροφορίες μεταφέρθηκε από τον αντικρινό λόφο του Αϊλιά στη σημερινή του θέση το 1598 και σαν κτήτοράς του αναγράφεται στην εντοιχισμένη πάνω απ΄ την είσοδο της εκκλησίας πλάκα ένας ιερομόναχος Αθανάσιος «ΕΠΙ ΕΤΟΥΣ SΡΣΤ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ». Η χρονολογία αυτή είναι από κτίσεως κόσμου = 7106). Το μοναστήρι από την εποχή αυτή και στη συνέχεια έφτασε σε μεγάλη οικονομική ακμή κι απόχτησε πάρα πολλά κτήματα αγροτικά και αστικά. Οι κτιριακές του εγκαταστάσεις ήταν τεράστιες. Στη μέση ήταν η εκκλησία στο όνομα του Προφήτη Ηλία, η οποία σώζεται και σήμερα , είναι θολωτή κι αγιογραφημένη. Πάνω από την πόρτα που επικοινωνεί με το νάρθηκα μια επιγραφή φανερώνει πως «η Μονή ιστορήθη το 1658 αρχιερατεύοντας του Μητροπολίτου Ιωαννίνων Καλλίνικου μηνί Οκτωβρίου». Οι αγιογραφίες της είναι εξαιρετικές και δείχνει ότι ο ζωγράφος είχε αρκετή φαντασία και τέχνη σπάνια και ζηλευτή. Δυστυχώς πολλών αγίων τα μάτια είναι λογχισμένα. Το βανδαλισμό τον έκαναν Τούρκοι στρατιώτες , απομεινάδια από ένα τούρκικο Σώμα στρατού που διασώθηκαν ύστερα από την πανωλεθρία που έπαθαν στη ΒΔ Μακεδονία από Σέρβους στον πόλεμο του 1912 κι έφτασαν εδώ πανικόβλητα και πεινασμένα, όπου και ξεχείμασαν στο Μοναστήρι και σε διάφορα άλλα σπίτια της Ζίτσας και της Πρωτόπαππας.
Σε αρκετή απόσταση από την εκκλησία ήταν χτισμένα τα κελιά, περισσότερα από τριάντα, που την πλαισίωναν σε σχήμα Πι. Το κτιριακό αυτό συγκρότημα ήταν διώροφο. Στο ισόγειο ήταν οι αποθήκες ( τα κελάρια όπως τα έλεγαν), τα θολωτά υπόγεια για τα κρασιά, οι κρυψώνες, οι ξυλαποθήκες και οι στάβλοι των φορτηγών ζώων. Στο απάνω πάτωμα ήταν αραδιασμένα τα κελιά που μπροστά τους είχαν μια ευρύχωρη κι απέραντη κρεβάτα από τη μια άκρη ως την άλλη, δυο δε σκάλες εξωτερικές πέτρινες σε αρκετή απόσταση η μία από την άλλη, εξυπηρετούσαν το ανεβοκατέβασμα.

Στα κελιά έμενε ο ηγούμενος, 3-4 βοηθοί καλόγεροι, ο παππάς του μοναστηριού, το λοιπό προσωπικό (μάγειρας και βοηθός του, δυο κοπέλια, ο κελαρτζής (αποθηκάριος), οι περαστικοί που έβρισκαν εδώ άσυλο και ξημέρωναν και οι επίσημοι επισκέπτες που τα κελιά γι’ αυτούς ξεχώριζαν σε περιποίηση


Το μοναστήρι μετά το 1862 όταν έχασε πηγές εσόδων που προέρχονταν από τα Μετόχια που διατηρούσε στη Ρουμανία κ.α και από κακή διοίκηση άρχισε να πέφτει σε παρακμή. Το προσωπικό σιγά σιγά έφυγε και μόνο ένας παπάς μ’ έναν υπάλληλο έμειναν που συντηρούταν από τα λίγα γεώμηλα που εξακολουθούσαν να τους δίνουν οι ευσυνείδητοι μόνο από τους καλλιεργητές κι από τα μικρά ενοίκια που εισέπρατταν από τα κτήματα του μοναστηριού στα Γιάννενα. Στο τέλος έμεινε μόνο ο υπάλληλος που ονομάζονταν Δημήτριος Πανταζάκος ,ο «Μπασιαμήτρος» όπως τον έλεγαν στη Ζίτσα. Μετά τον ηρωικό θάνατο του Μπασιαμήτρου το μοναστήρι ορφάνεψε. Κανένας ιερομόναχος ή καλόγερος δεν ανέλαβε τη διοίκησή του. Η κοινότητα Ζίτσας διόρισε ένα λαϊκό Ζιτσιώτη για φύλακά του κι επειδή κι αυτή βρισκόταν σε οικονομική αδυναμία δεν μπόρεσε να προβεί σε καμία επισκευή των κτιρίων του και να λάβει τα στοιχειώδη ακόμα μέτρα για τη συντήρησή του. Κι έτσι χρόνο με το χρόνο τα κτίρια ερειπώθηκαν και σε λίγο καιρό το τεράστιο κτιριακό συγκρότημα των κελιών και το κτίριο που στεγάζονταν οι φούρνοι και τα μαγειρειά κατέρρευσαν. Σ’ αυτή τη θλιβερή κατάσταση βρίσκονταν το Μοναστήρι έως το 1930 οπότε όλα τα μοναστηριακά κτήματα περιήλθαν στον Ο.Δ.Ε.Π., ο οποίος τα διαχειρίζεται.
Αυτή την περίοδο της μετάβασης της μοναστηριακής περιουσίας στον ΟΔΕΠ οι Ζιτσαίοι δεν την είδαν με καλό μάτι γι’ αυτό το έτος 1931 απέστειλαν την παρακάτω επιστολή , η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΕΣΤΙΑ στις 1/7/1931.
Η εφημερίδα ΕΣΤΙΑ αναδημοσιεύει τακτικά θέματα που απασχόλησαν κατά καιρούς διάφορες πληθυσμιακές ομάδες ή φορείς. Έτσι και στο φύλλο της 1ης Ιουλίου 2011 αναδημοσίευσε άρθρο της που είχε δημοσιευτεί από την ίδια εφημερίδα την 1η Ιουλίου 1931 και αφορούσε τη διάλυση της Μονής του Προφήτη Ηλία, το οποίο και παραθέτουμε παρακάτω:
“ΔΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΓΗΣΙΝ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΖΙΤΣΗΣ”
Επιτροπή κατοίκων της Ζίτσης της Ηπείρου διαμαρτύρεται δια τηλεγραφήματος της δια την διάλυσιν της Ιστορικής Μονής του Προφήτου Ηλίου, εκ της οποίας εγαλουχήθησαν μεγάλοι ιεράρχαι και η οποία υπήρξεν, επί Τουρκοκρατίας, κέντρον εκπαιδευτικόν της Ηπείρου. Η Κοινότης Ζίτσης ζητεί να της παραδοθή η Μονή δια να την διατηρήση αυτή ως εθνικόν κειμήλιον.” (ΕΣΤΙΑ 1-7-1931).


  Η Ζίτσα από ψηλά


Πηγές:






Δεν υπάρχουν σχόλια: