Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2022

Ο παπα- Στέφος


  •       Γράφει η   Βούλα  Λεοντίδη – Πλάτωνα

 

Ο παπα- Στέφος βγήκε από το τελευταίο σπίτι του χωριού,  ο παγωμένος αέρας φούσκωνε το ράσο, ανακάτευε  τ’  ασπρα του γένια και είχε κάνει κατάχλωμο το γέρικο πρόσωπο. Στο ένα του χέρι κρατούσε τον Σταυρό και το δεντρολίβανο και με το άλλο προσπαθούσε να κρατήσει το πετραχείλι, που ο αέρας το πήγαινε δώθε κείθε. 

–  “Πάει κι αυτό”, σκέφτηκε, “ του χρόνου  πάλι, νάμαστε καλά” .

     Από το πρωί είχε γυρίσει όλο το χωριό,  είχε και τον Βασιλάκη μαζί του, τον γιό της γειτόνισσας,  για να κρατάει το γκαμπράτσι με το αγίασμα που μέσα οι χωριανοί ρίχνανε τα λιανά,  όπως ήταν η παλιά συνήθεια.  

Δεν είχαν  αφήσει κανένα σπίτι, ογδόντα σπίτια είχε το χωριό  και σε όλα είχε ψάλλει το “Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε” και τους είχε ραντίσει με το αγίασμα και τους είχε ευχηθεί. Ανηφόρησε ως πάνω στην ράχη, στο μοναχικό σπιτάκι της βάβω- Ρίνας, ψυχούλα ήταν κι αυτή και περίμενε πώς και πώς το πέρασμά του. 

– ‘Ακου Βασιλάκη, είχε πει στον μικρό, πάρε ένα δίφραγκο και όταν θα φεύγουμε αφησέ το με τρόπο στο πάτωμα της φτωχής και κοίτα, τσιμουδιά σε κανέναν. ‘Αφησε την βάβω Ρίνα να ρίξει τις δεκάρες της στο γκαμπράτσι, χαρούμενη και περήφανη, είπε “και του χρόνου” και έφυγε με την καρδιά του γεμάτη.   

      Είχε αρχίσει να πέφτει η νύχτα όταν έφτασε στο σπίτι του,  κατάκοπος και παγωμένος. Πήρε το γκαμπράτσι στα χέρια του, βαρύ του φάνηκε, το κούνησε λίγο και τα λιανά που ήταν μέσα άφησαν ένα γλυκό χαρχάλεμα  “α… καλούτσικο είναι”  σκέφτηκε, “χαλάλι το περπάτημα και το κρύο που φάγαμε”.  Εδωσε ένα τάληρο στον Βασιλάκη  και  χάιδεψε στο κοντοκουρεμένο του κεφάλι . 

-Αντε μπρέ, άξιος ο μισθός σου!

 περισσότερα

Δεν υπάρχουν σχόλια: