Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

Αποκριές όπως παλιά …..




Οι αποκριές τα παλιά χρόνια στη Ζίτσα  ήταν μέρες που τις περίμεναν  μικροί  και μεγάλοι γιατί αποτελούσαν μια εύθυμη  ανάπαυλα στην καθημερινότητα της κοπιαστικής τους ζωής. Τόσο  την πρώτη αποκριά, την κρεατινή, όσο και τη δεύτερη, την τυρινή, στιςμ διάφορες γειτονιές  άναβαν φωτιές. Τέτοιες γειτονιές όπως  η Πανέγια, ο Ντριμοθάνης, το Ανήλιο ,  η Ράχη του Παλιάγκα, ο Καραντάης κ.α Εκείνη που συγκέντρωνε  τον περισσότερο κόσμο   και την επισκέπτονταν  όλο σχεδόν το χωριό, ήταν η φωτιά στη Ρούγα.
Μέρες πριν  τα παιδιά της κάθε γειτονιάς περιφέρονταν  στα σπίτια φωνάζοντας : «ξύλα για τ(ι)ς  αποκριές» και οι νοικοκυρές  τους έδιναν κατά βούληση ξύλα ή  δεμάτια  κληματόβεργες  από τη σταβιά τους. Η προσφορά έπρεπε να είναι  αγόγγυστη και ικανοποιητική  , γιατί  τη νύχτα της αποκριάς θα ακολουθούσε εθιμικώς  το κλέψιμο των ξύλων και οι τσιγκούνηδες  θα την πάθαιναν οπωσδήποτε. Όχι  πως και οι άλλοι ήταν σίγουροι ότι θα το γλύτωναν. Κατά τη συλλογή των ξύλων, για κάθε ενδεχόμενο , γινόταν η  κατασκόπευση της σταβιάς, η προσπέλασή της  και τα όσα άλλα εμπόδια που μπορούσαν  να δυσχεράνουν  την κλοπή. Η πραγματοποίησή της  ήταν συνάρτηση των αναγκών  που θα προέκυπταν κατά το άναμμα της φωτιάς και της διαθέσεως των «δραστών». Όχι λίγες φορές  δεν περιορίζονταν  μόνο στα ξύλα της σταβιάς.  Έκλεβαν ότι άλλο μπορούσε να παράξει φωτιά, όπως αλέτρια, σβάρνες, πασσάλους, χρήσιμη  ξυλεία, πόρτες κλπ. Κάποτε για να είναι σίγουροι για την ολοκλήρωση της αποστολής, έδεναν  με σύρματα την πόρτα των νοικοκυραίων, που είχαν την απρονοησία εκείνο το βράδυ  να το ρίξουν στον ύπνο. Παραμένει στη μνήμη  πολλών η περίπτωση  κάποιας  γιαγιάς , που αφού ξεκώλωσαν  ολόκληρη την αχυροκαλύβα από το αμπέλι της, τη σήκωσαν  στα χέρια και την παρέδωσαν στις αγκάλες της φωτιάς στη Ρούγα. Άλλο πάλι παρόμοιο περιστατικό  ήταν όταν σε κάποιο σπίτι συγχωριανού, που αφού ξεκώλωσαν  από τη θέση του ολόκληρο το ξύλινο παράπηγμα του καμπινέ (χαλέ) , από την αυλή του σπιτιού του, το μετέφεραν, δίκην επιταφίου  και το έστησαν  στη φωτιά, ενώ έβαλαν τον ανυποψίαστο ιδιοκτήτη του  να χορεύει πρώτο γύρω της, αλαλάζων κι αυτός μαζί με τους άλλους, καθώς  ο καμπινές (χαλές)  γινόταν παρανάλωμα του πυρός.
Μασκαράδες ντύνονταν  μόνο οι άνδρες. Κάτι τέτοιο για τις γυναίκες ήταν ανήθικο. Δεν έλειπαν  και οι τολμηρές γυναίκες , που αψώνοντας τους άγραφους  κανόνες που τις ήθελαν  στο σπίτι. Να βρίσκουν ευκαιρία να μασκαρευτούν για να το ρίξουν λίγο έξω. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός  που αναφέρεται όταν κάποια γυναίκα μασκαρεμένη μπήκε στο καφενείο που είχαν γλέντι οι άντρες , χόρεψε τόσο ωραία που ξεσηκώστε τον αντρικό πληθυσμό  με τα σκέρτσα της, χόρεψε μάλιστα και με τον ίδιο τον άντρα της χωρίς αυτός να την αναγνωρίσει. Λέγεται μάλιστα όταν ο άντρας γύρισε στο σπίτι είχε να λέει για την γυναίκα που χόρεψε τόσο ωραία, αλλά στο είπε και το «ήθελα να ήξερα πως  την άφησε ο άντρας της να βγει στα καφενεία» μη γνωρίζοντας  ποια ήταν  αυτή  που τους διασκέδασε .
Οι μεταμφιέσεις τους ήταν πρόχειρες και τέτοιες που να προξενούν γέλιο και συγχρόνως να τους καθιστούν αγνώριστους. Φορούσαν γυναικεία ρούχα , παλιόρουχα, ορθά ή ανάποδα. Τυλίγονταν  με τομάρια ζώων, ζώνονταν κουδούνια, βάφονταν με γάνα. Άλλοι φορούσαν φουστανέλες ή και  τα χρυσά ή τα κατφένια ή  ντύνονταν γαμπρός και νύφη. Το μασκάρεμα των παιδιών γινόταν  από το πρωί. Ντύνονταν  κι αυτά  με ότι πρόχειρο εξοικονομούσαν  και με σκεπασμένο το πρόσωπό τους,  περιφέρονταν  στα σπίτια  και ζητούσαν από τους νοικοκυραίους , απλώνοντας το χέρι,  κάποιο φιλοδώρημα λέγοντας: «μπάρα μπάρα μια δεκάρα». Οι τελευταίοι  πριν την  προσφορά τους  προσπαθούσαν  να ξεμπουμπουλώσουν (ξεσκεπάσουν το πρόσωπο)  και να αναγνωρίσουν τον μασκαρεμένο, κάτι που συνήθως δεν το κατάφερναν.
Οι μεταμφιέσεις γύρω από τη φωτιά τους επέτρεπαν να διασκεδάζουν απαλλαγμένοι κάπως  από τύπους και υπευθυνότητες , ξεθάβοντας  από τα μύχια της ψυχής τους όσα  η αυστηρότητα των τότε  κοινωνικών συνθηκών και η σκλαβιά τους ανάγκαζαν  να τα κρατούν μέσα τους. Έλεγαν , επινοούσαν ή παράφραζαν  σκωπτικά  τραγούδια, διανθισμένα με βωμολοχίες ή υπονοούμενα  που προκαλούσαν άφθονα γέλια κι έκαναν τα κοριτσούδια  να συστέλλονται  και τις γυναίκες να σιγογελούν. Καταφέρονταν δε κατά των οφικιούχων  της εποχής, μουχτάρηδων, επιτρόπων, διαχειριστών  κληροδοτημάτων, φοροεισπρακτόρων κλπ. Σατιρίζοντας τα άπλυτα της πολιτείας τους.
Στα σπίτια αλλά και γύρω  από τις φωτιές γινόταν και έθιμο του χάψαρου. Έδεναν  σταυρωτά ένα σφιχτό αυγό  σε μια κλωστή  και την άλλη άκρη  της  στη μια άκρη ενός πτόβεργου. Κρατώντας  το από την άλλη άκρη  μπροστά στα ανοιχτά στόματα  των παιδιών, πότε πλησιάζοντας  το και πότε απομακρύνοντας το , από τρεις φορές στο καθένα με τη σειρά. Όποιο κατάφερνε να το χάψει (αρπάξει)  κέρδιζε και έτρωγε το αυγό.
Με την πάροδο του χρόνου και καθώς οι διασκεδάσεις πλήθυναν , τα έθιμα αυτά ατόνησαν. Σήμερα  ανάβουν μόνο μια φωτιά , την Κυριακή της Τυρινής  στην Καλλιθέα με ξύλα  από παλιά δένδρα  που φέρνουν παιδιά με αγροτικά αυτοκίνητα . Με έξοδα του Δήμου σερβίρονται σουβλάκια, λουκάνικα  κλπ.  Και φυσικά ζιτσιώτικο κρασί.



Πηγές : 1.Η Ζίτσα κωμόπολις της Ηπείρου, Βασιλείου Οικονόμου
               2.  Ζίτσα, γλωσσάρι και ιστορικά κοινωνικά, λαογραφικά στοιχεία, Δημητρίου Χ. Γύρα

Δεν υπάρχουν σχόλια: