Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

ΚΑΛΟΞΟΔΕΥΤΟ ΤΟ ΤΣΙΠΟΥΡΟ




                                            

        Κ α λ ο ξ ό δ ε υ τ ο !!!!!!!
    
      Ο λόγος για το τσίπουρο , το ρακί , που από τις αρχές του Νοεμβρίου έκανε το χωριό μας να μοσχοβολά από την σπιρτάδα του, καθώς ποιος λίγο, ποιος πολύ όλοι έστησαν τα ρακοκάζανα .  Μπορεί οι εικόνες να μην είναι ακριβώς ίδιες, με αυτές που εμείς οι μεγαλύτεροι θυμόμαστε από τα παλιότερα χρόνια , όμως  και σήμερα και αυτές οι βελτιωμένες εγκαταστάσεις έχουν την ομορφιά τους , έχουν την έγνοια τους και φυσικά  συγκεντρώνουν  την παρέα τριγύρω , γιατί ρακοκάζανα  χωρίς παρέα δεν γίνεται !!
  Θυμάμαι  εκείνα τα χρόνια  πόσο πιο δύσκολη και χρονοβόρα ήταν αυτή η διαδικασία.  Πρώτα –πρώτα έπρεπε να γίνει το κουμάντο για τα ξύλα , ολόκληρη σταβιά  έκαναν κοντά στα καζάνια για να τα έχουν πρόχειρα.  Τα καζάνια στήνονταν σε μαγειριά η καλύβια που είχαν κοντά τους στέρνα γιατί χρειάζονταν πολύ νερό , για να ξεπλένουν τα αγγειά  και το κυριότερο για να αλλάζουν και να κρατούν κρύο το νερό στο βαρέλι, τον πατ’τη,  απ’ όπου περνούσε ο λαμπίκος.
   Με δυσκολία και κόπο  βγάζανε τα τσίπουρα από τα βαρέλια, γιατί ήταν πολύ μεγάλα και βαθιά και πολλές φορές  χρησιμοποιούσαν το φτυάρι για να τα τραβήξουν  και να τα βγάλουν έξω και ύστερα  με τενεκέδες η καζάνια η και με τα ζώα πολλές φορές τα μετέφεραν στο χώρο που είχαν στηθεί τα καζάνια.  Το καπάκι του καζανιού το ξεσφράγιζε η  αστυνομία, και έχω μπροστά μου ακόμα την εικόνα με  τα καπάκια, να καμαρώνουν στη σειρά, εκεί μπροστά στο πεζούλι της αστυνομίας, με την κορδέλα σφραγισμένη με βουλοκέρι .
Και όταν πια όλα ήταν έτοιμα, γέμιζαν το καζάνι με τσίπουρα, αφού πρώτα έβαζαν λίγο άχυρο στον πάτο για να μην κολλήσουν . Σκέπαζαν το καζάνι με το καπάκι  απ όπου ξεκινούσε  ο  λουλάς  και κολλούσαν όλες τις ενώσεις με ένα ζυμάρι από νερό στάχτη και αλεύρι για να μην βγαίνει καθόλου ατμός έξω. Αυτό ήθελε πολύ επιδεξιότητα και τέχνη γιατί πολλές φορές η δύναμη του ατμού το άνοιγε και έτσι χανόταν μέρος της παραγωγής.  Συχνά χρησιμοποιούσαν και μαλλί για να γεμίσουν κάποια κενά και να αποφύγουν τις απώλειες.   Στον πύρο, απ όπου έβγαινε το τσίπουρο έβαζαν βαμβάκι για να συγκρατεί  τα σκουπιδάκια, αλλά και να τρέχει καλύτερα ,να μην γλύφει.  Την κατσαρόλα που μάζευε το ρακί την σκέπαζαν με τουλπάνι για να μην πάνε μέσα σκόνες η μυγαρούδια . Λέγοντας ευχές άναβαν την φωτιά με λεπτά ξύλα στην αρχή για να γίνει φλόγα και να πάρει γρήγορα το καζάνι μπροστά και στην συνέχεια έβαζαν τα χοντρά για να διατηρείται η δύναμη της φωτιάς και να μην πέφτει ο βρασμός.  Το πρώτο ρακί που άρχιζε να τρέχει ,το πρωτοράκι, που ήταν πολύ δυνατό , το φύλαγαν ξεχωριστά  για να το χρησιμοποιούν στις εντριβές  . Κατά διαστήματα πετούσαν λίγο ρακί στα τοιχώματα του καζανιού η στην φωτιά και από το χρώμα που έβγαζε η φλόγα καταλάβαιναν  πότε έπρεπε να ξεστήσουν το καζάνι. Όταν ξέστηναν  το καζάνι  άδειαζαν  τα βρασμένα τσίπουρα έξω από την πόρτα και βάφανε με τα ζουμιά τους τα καλντερίμια και έρχονταν και τα βόδια και έτρωγαν . Θυμάμαι μια φορά της  θεια-Μανώλαινας  το βόδι έφαγε πολύ και μέθυσε και μετά έτρεχε σαν τρελό και έπεφτε πάνω στους τοίχους !    Ανάλογα με το μέγεθος του καζανιού μπορεί να έπαιρνε και δύο ώρες πριν το καζάνι να είναι έτοιμο  για να ξεστηθεί.  Στο διάστημα αυτό προετοίμαζαν το επόμενο , έβγαζαν νερό από την στέρνα για να αλλάξουν στον πατ΄τη,  κουβαλούσαν  καινούργια τσίπουρα, συμπούσαν την φωτιά συνέχεια , πρόσεχαν να μην φεύγει ατμός από κάπου και αν ο χρόνος το επέτρεπε ακουμπούσαν στα στρωσίδια και τις μαξιλάρες, που είχαν πρόχειρα εκεί , για να ξεκουραστούν  λίγο  και ν’ ακούσουν  τον ήρεμο βρασμό να μουρμουρίζει  και στην φεγγοβολή  της φωτιάς  να βλέπουν ασημένιο να τρέχει   το τσίπουρο από τον πύρο μ’ ένα γλυκό κελάρυσμα  που γαλήνευε  καρδιά και νου, και ξεκούραζε το σώμα.  Στη χόβολη ακουμπισμένα ένα γύρω κυδώνια και καρύδια και μύγδαλα και πυρομάδες,  απλά , από καρδιάς κεράσματα, στους φίλους και τους γείτονες που έρχονταν για παρέα και δοκίμαζαν το νιόβγαλτο «αγίασμα».  Και  όντως ήταν αγίασμα  αφού με αυτό η μάνα, πουλώντας το στα Γιάννινα, έφερνε στο σπίτι καλούδια σωρό , ρούχα και παπούτσια για τα μικρά, προίκες για τις κόρες , το αντάλλασε με τον λαδά και γέμιζε τους τενεκέδες λάδι  , και εκείνα τα κουρασμένα χειμωνιάτικα  απογεύματα , σα γύριζε απ το σκάψιμο, τι ήταν αλήθεια εκείνο το πόντς που έφκιαχνε και ζέσταινε τα σωθικά της , αγίασμα δεν ήταν;
Σε όλους  αυτούς , τους  γονιούς μας ,  με τα κουρασμένα πρόσωπα και τα κοκκινισμένα μάτια απ την αγρύπνια και τον καπνό  ας είναι τούτες οι λίγες γραμμές  σπονδή στην μνήμη τους.
 Και…….καλοξόδευτα τα τσίπουρά μας !!!!!!!!                                                                                                             

         Βούλα Λεοντίδη  -  Πλάτωνα

Δεν υπάρχουν σχόλια: