Δευτέρα 24 Αυγούστου 2020

ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ


Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος στις 24 Αυγούστου , γιορτή του Αγίου , μετά το τέλος της λειτουργίας  στον Άγιο Νικόλαο πήγαμε στο  εκκλησάκι του Αγίου Κοσμά  που βρίσκεται στο Μικρό Μαχαλά, δίπλα από την αστυνομία. Στο σημείο αυτό σύμφωνα με την παράδοση  μίλησε στους κατοίκους της Ζίτσας ο Πατροκοσμάς.

 Φέτος λόγω  της επιδημίας  του κορονοϊού δεν είχαμε λιτανεία , όπως τα προηγούμενα χρόνια .

 Το εκκλησάκι είχε την τιμητική του . Οι γυναίκες της γειτονιάς φρόντισαν για τον ευπρεπισμό του.

 Όλοι μας γνωρίζουμε ότι ο Άγιος Κοσμάς επισκέφτηκε το χωριό μας κατά τις τρεις περιοδείες του που έκανε στην Ήπειρο. Σαν πρωταρχικό ζήτημα έβαζε την εκπαίδευση της νέας γενιάς, γιατί θεωρούσε τη μόρφωσή της, σαν το πρώτο θεμέλιο της αναγέννησης. Γι' αυτό σαν κατακλείδα όλων του των λόγων κι όλων των προσπαθειών είχε πάντοτε στα χείλη του την προτροπή της ίδρυσης σχολείων απ' όπου κι αν περνούσε. Το ίδιο έκανε και στη Ζίτσα όταν για πρώτη φορά πέρασε το 1764, όπου δίδαξε στο χωράφι που είναι σήμερα το εικόνισμά του. Στο τέλος της δε της διδασκαλίας του έκανε έρανο και παρακίνησε τις γυναίκες να ξηλώσουν τα φλωριά από τα φέσι που φορούσαν στα κεφάλια τους και να τα προσφέρουν για να ιδρυθεί σχολείο στη Ζίτσα. Όπως διέσωσε η παράδοση υπήρξε μεγάλη προθυμία και με το ποσό που συγκεντρώθηκε χτίστηκε το σχολείο, το οποίο οι κάτοικοι ονόμαζαν "Δασκαλειό".

 



 




Παραδοσιακή Ζιτσιώτικη φορεσιά.

 

                                                ( φωτογραφικό αρχείο Κώστα Κρομμύδα)

  Στο  Εθνικό Ιστορικό Μουσείο ,που στεγάζεται στην παλιά Βουλή  υπάρχουν φορεσιές  που έχουν καταγραφεί ως Στολές της Ζίτσας  Ηπείρου , όπως αναγράφει η σχετική ταμπελίτσα κάτω κάτω.

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2020

Η γειτονιά μας .

                       

                

(Βάρβαρα Λεοντίδη,  Ρίνα Φωτίου, Λένη Στράτου όταν ακόμα η γειτονιά αντάμωνε στην μεγάλη εξώθυρα.)

         «Είσαι ένα φύλλο στο μέγα δέντρο της ράτσας. Να νιώθεις το χώμα ν΄ ανεβαίνει από τις σκοτεινές ρίζες και ν΄απλοκαμιέται στα κλαριά και στα φύλλα. Ποιος είναι ο σκοπός;  Να μάχεσαι να πιαστείς στέρεα από το κλαρί κι είτε σα φύλλο είτε σαν ανθός είτε σαν καρπός να σαλεύει μέσα σου, ν΄ ανανεώνεται και ν΄ αναπνέει ολάκερο το δένδρο .»

Από την ασκητική του Ν. Καζαντζάκη . « Η Ράτσα»

 

-              Ε  ωρέ κουτάβι , τι λέει  μωρέ η φυλλάδα, θα γένει πόλεμος  στ’ν  Κορέα ;

-              Θα γένει μπάρμπα- Μήτρο  και θα πάνε κι από τε μας στρατιώτες .

-              Ε  τότενες  να βάλουμε τουν  Πέτρο  Γιούν, πούνε ντερέκ΄,  να βαστάει τ΄ σημαία , του   Νάσιο Γιούν’ να  μαγειρεύ’,  κι ιγώ από κοντά μι του τ΄φέκ΄……

Κατρακύλησε το γέλιο τους δυνατό  κι αλάφρυνε την μέρα , κι αλάφρυνε την  δύσκολη ζωή .

         Ο μπάρμπα Μήτρος ο Βαϊνάς , εβδομηκοντούτης  και βάλε, κάθονταν στο προσήλιο, μπροστά στην μεγάλη ξύλινη εξώθυρα, κατάχαμα , ακουμπώντας την πλάτη στα μεγάλα αγκωνάρια που παράστεκαν την πόρτα, με το  κουρασμένο  σακάκι  του ριγμένο στους ώμους, το απροσδιορίστου σχήματος κασκέτο ανεβασμένο ψηλά, μονίμως αξύριστος  και  με τα μεγάλα  άσπρα μουστάκια  του να κρέμονται ατημέλητα μέχρι τα σαγόνια .  Πιο εκεί, με απλωμένα τα μακριά του πόδια, κάθονταν στο πλατύ πεζούλι  ο Μητσ΄  Στράτος  και διάβαζε  μια εφημερίδα. 

Πανέξυπνος  και χωρατατζής ο μπάρμπα  Μήτρος  αλλά και  άριστος  βαρελάς, εξ ου και το προσωνύμιο  Βαϊνάς,  έστησε και έδεσε βαρέλια και βαρέλια στο χωριό μας, αλλά και σε πολλά ακόμη μέρη της Πατρίδας μας.  Σε ένα από αυτά τα ταξίδια του «ξέχασε»  να γυρίσει πίσω. Επέστρεψε μετά από τρία χρόνια περίπου, όταν όλοι πιά στο χωριό  τον θεωρούσαν μακαρίτη!  Τούτο δεν άφησαν να πάει χαμένο τα παιδιά   του χωριού, που συνήθιζαν να πειράζουν  τους μεγάλους με στιχοπλόκια, 

-Μακαρίτη ,μακαρίτη  την Δευτέρα και την Τρίτη, του φώναζαν.

-Πες στην μάνα σ΄νάρθει σπίτι , απαντούσε εκείνος, φλεγματικός και ατάραχος  *1

     Η μεγάλη ξύλινη εξώθυρα με τα ψηλά σκαλίδια  ένθεν και  ένθεν και τα άλλα τα χαμηλότερα πεζούλια τριγύρω στην πλατιά μπασιά της, δέσποζε στην γειτονιά  και είχε  παρέα της το μεγάλο φανάρι που ήταν κρεμασμένο στην γωνία ,   που ο μπάρμπα- Δήμος  ανελλιπώς  νωρίς το βράδυ, γέμιζε με πετρέλαιο  και  άναβε την λάμπα του. Όλη η γειτονιά είχε αποκούμπι  τα φιλόξενα πεζούλια της , σ΄ένα αντάμωμα που τα είχε όλα.  Γέλιο, πίκρα, τσακωμούς , αγάπες , μυστικά, αγωνίες ,  παιδιάστικες φωνές ,  κρυφομιλήματα και  τα πρώτα χτυποκάρδια του έρωτα, που μπλέκονταν  και κρύβονταν ανάμεσα στις σταυροβελονιές  στα κεντήματα της εφηβείας μας.  Γιατί έτσι  έπρεπε, εκεί λίγο πιο πέρα από τους μεγάλους ,  να καθόμαστε κι εμείς με τα εργόχειρα στα χέρια,  άλλοτε με όρεξη και άλλοτε χωρίς, για να βλέπουν όλοι την προκοπή και την εργατικότητά  μας.

-              Αϊ μωρ’ στριγλοπούλες ,  γινήκαταν κι ΄σεις,  ένα σωρό ντουλάπες θα φύγουν απ’ τη γειτονιά, έλεγε τρυφερά η θεία Αλεξάνδρα, ακουμπώντας  το βλέμμα της, γελαστό  και εξεταστικό συνάμα,  πάνω στα μικρά άγουρα  στήθη μας.  Έτσι ήταν τότε, μια ντουλάπα συνόδευε την προίκα της νύφης.  Όμορφη,  κάρυνη ,  τρίφυλλη ή δίφυλλη, με μεγάλο καθρέφτη και   τα «νερά» του ξύλου να «χύνονται» και να  στολίζουν   τις πόρτες της .

       Όταν φέρνω στον νου μου τούτες  τις μακρινές  εικόνες  δεν μπορώ να βάλω λογική σειρά.  Τα πρόσωπα ταξιδεύουν,  μπερδεύονται   οι  καιροί, οι  στιγμές, τα λόγια , τα συναισθήματα  και το έργο της ζωής  που παίζονταν εκεί στην μεγάλη μας ηλιόλουστη  εξώθυρα, στ’ απόσκια  των καλοκαιρινών ημερών, στην δροσιά των φεγγαρόλουστων βραδιών, στην γλύκα του φθινόπωρου, στις λιακάδες του χειμώνα.

      Έρχονται   πότε  μία -  μία  και  πότε όλες  μαζί  και κάθονται στα πεζούλια, θολές μαυροφορεμένες  φιγούρες απ’ τα πολύ μικρά μου χρόνια,  η βάβω- Μαρία , η κάκω -Βαρβάρα, η κυραθειά- Στράτοβα, η άλλη βάβω- Μαρία, η Σταματή, η βάβω-Μαρούκω, η Αμαλία,  η καλόγρια της Παναγίας,  η θεία- Αγγελική,  η θεία Μανούσοβα, όπως την έλεγαν οι συγγενείς από τον άντρα της , η θείτσα, όπως την  φώναζα  εγώ,  με τα τριμμένα σιαγιάκια στους γυρτούς ώμους, τα  μαύρα  κεφαλομάντιλα  γύρω από τα σκαμμένα πρόσωπα,  που τις ζεστές μέρες γυρνούσαν τις άκρες τους προς τα πάνω, τις λερές ποδιές  και τα πολυφορεμένα πατίκια.  Σα να ήταν από  πάντα εκεί, ριζωμένες στον τόπο,  φυλαχτάδες μιας άλλης εποχής, μιας άλλης ηθικής και κουλτούρας,  έτσι μ’ ακουμπά τούτη η εικόνα!

      Και  θυμάμαι…  άκουσα…. δεν ξέρω,  τις πονηριές  και τα χωρατά της Βάβω -Μαρίας,   τους ατελείωτους τσακωμούς με την Στράτοβα, που πάντα τελείωναν σαν να μην είχαν γίνει ποτέ, την  θεία Αγγελική, με τις αυστηρές της παρατηρήσεις,  που  είχε μείνει παροιμιώδες το θάρρος της, να χύσει ένα χιλιάρι βαρέλι κρασί για να μην το πάρουν αυτοί που το είχαν κερδίσει στα χαρτιά  από τον άντρα της.  Την κάκω- Βαρβάρα , την  Κούκω όπως την φωνάζαμε τα παιδιά, αγαθή και καλοσυνάτη,  ακουμπισμένη στο σκόπι της ν’ ανηφορίζει σκυφτή από το στενάκι . Θυμάμαι κάποιο Χειμώνα  που είχε ρίξει πολύ χιόνι κυλίσαμε μια μεγάλη  μπάλα χιονιού από την Τσιμπρίκα ως κάτω  στην κατηφόρα και  έφτασε στην πορτοπούλα της κάκω -Βαρβάρας. Πάγωσε εκεί η μπάλα κι έκλεισε μέσα την καλή γριούλα. Ανησύχησαν στην γειτονιά που δεν φάνηκε να κάνει  σιαπάνω η Κούκω , πήγαν,  βρήκαν την παγωμένη μπάλα ,την έσπασαν και  άνοιξαν την πόρτα . Στην αστυνομία πάντως δεν μας πήγε!  

Την Σταματή,  με το γαϊδουράκι της και το πλατύ σκιάδι πάνω  απ’ το μαυριδερό πρόσωπο,  να τσακώνεται  μονίμως  με τα παιδιά της γειτονιάς.  Για να την φέρνω στον νου μου  αργότερα, όταν  στα παραμύθια που διάβαζα «συναντούσα»   μάγισσες   και να τις νιώθω γνωστές  μου, οικείες  και  άκακες! Την Αμαλία , που παρ' όλο από καιρό είχε εκδημήσει εις Κύριον ένα φόβο τον είχαμε όταν περνούσαμε από τις Βαγιές  και λέγαμε  θα βγει η Αμαλία   , δεν ξέρω γιατί .  Κι όλες τούτες  σαν  βλέπανε τον παππού μου να έρχεται στο δρόμο από την Παναγία, έλεγε η μια στην άλλη

-Σ΄κωθήτε έρχεται ου αφέντ’ς . 

Κι εκείνος  ακουμπισμένος  στο μπαστούνι του , όμορφος, καλοντυμένος , σοβαρός , λιγόλογος ,  σχεδόν ντροπαλός, έλεγε «καλησπέρα»  και έμπαινε στο σπίτι μας.  

Ξέρω πως τούτη η κουβέντα ακούγεται  βαριά  στην σημερινή πραγματικότητα, δύσκολα να την καταλάβουν οι νέες  γυναίκες της εποχής μας  και  μόνο σαν υποταγή θα την δουν.  Δεν μπορούν να νοιώσουν τον σεβασμό που κρύβονταν  σε  τούτη την λέξη.  Σεβασμό, στην σοβαρότητα, στην ηθική, στην  καλλιέργεια, στην προσωπικότητα του άντρα, του κάθε άντρα.  Σεβασμός  που ήταν αμοιβαίος  και  πρωτοπόρος για την εποχή και την περιοχή,  καθώς  άφηνε το χώρο  στην  δυναμική Ζιτσιώτισσα , τα του οίκου τους, μαζί  να διαχειρίζονται, ή να  διαχειρίζεται  με σύνεση και νοικοκυροσύνη  όπως εκείνη ήξερε .  Μια συγκαλυμμένη μητριαρχία  κατά την ταπεινή μου γνώμη.  Σε αυτό βέβαια συνέτεινε και η παιδεία τους,  αφού  οι περισσότερες  είχαν φοιτήσει στο  Φιλίτειο Παρθεναγωγείο και στο  Ελληνικό Σχολείο.

      Κι ύστερα  σαν οι παλιότερες φεύγουν,  σιγά σιγά   την θέση τους παίρνουν οι  άλλες  στα χρόνια της εφηβείας μου,  που μένουν στον νου μου ολοζώντανες  και με γεμίζουν   συγκίνηση .  Η θεία- Ουρανία, η θεία- Μανώλαινα η Γαρούφω ,  η αγαπημένη μου θεία- Αλεξάνδρα , η θεία- Λένη, η άλλη θεία -Λένη,  η θεία-Ρίνα, η θεία- Γιώργαινα, η θεία- Ν’κόλαινα ,  η άλλη θεία- Ρίνα, η θεία- Πάνοβα,  η θεία Ειρήνη , μαζί τους και η μάνα μου , να κάθονται τριγύρω στα πεζούλια και  ν’ απλώνουν την ζωή τους  με σοφία  ως εκεί που φτάνει η μέρα.  Κι όταν σηκώνονταν και τίναζαν τις ποδιές από τα χνούδια του εργόχειρου,   τους έφτανε να πούνε καλοξημέρωμα  και  σαν αυτό έρχονταν,  να πούνε  καλονύχτωμα για να είναι ευτυχισμένες .  Μέσα σε αυτές τις δύο λέξεις  έκλειναν τα πάντα, δεν χρειαζόταν να πουν τίποτε άλλο, τους έφτανε αυτό.  Με αυτή την φιλοσοφία έστηναν εκεί στην πόρτα μας την ανέμη για να μαζέψουν τα κουβάρια , το τσικρίκι για να κάνουν κικλίδια, το λανάρι για να λαναρίσουν,  η θεία Γιώργαινα, με την πολύπτυχη υφαντή Σαρακατσάνικη  φούστα της  και  την ρόκα πάντα στα χέρια,  η θεία Αλεξάντρα  με την πατούνα,  η μάνα μου  και η θεία- Λένη με το βελονάκι να φτιάχνουν μέτρα και μέτρα  δαντέλες και εκατοντάδες μοτιφάκια.  Κι  ανάμεσα σ΄ όλα αυτά να ξεγλιστρά και να περιφέρεται   η  σκέψη και ο λόγος γλυκός,  για τις προίκες που θα γίνονταν με όλα τούτα, για τα μάλλινα που θα ξεγελούσαν τον χειμώνα.    Ήταν  φόρες  που  η θεία- Ρίνα  τ΄Νταγλή έφερνε ψημένο ρεβύθι για να το κοπανίσει στο πέτρινο γουδί της θείτσας και τότε  μοσχοβολούσε όλη  η γειτονιά από την χορταστική μυρωδιά του.  Θα το ανακάτευε μετά με λίγο καφέ  για να έχει το καφεκούτι της γεμάτο!

      Έρχονταν εκεί  και ο Λεύτερης Παπαυγέρης και προσπαθούσε να μας μάθει την γλώσσα  που με εκπληκτική ταχύτητα μιλούσε εκείνος αστειευόμενος.  Έπρεπε ανάμεσα σε κάθε συλλαβή να μπαίνει ένα φα, δηλαδή,  τι κάνετε;  τιφα  καφανεφατεφα;  Ποτέ δεν τα καταφέραμε!  Αφήστε που συνήθιζε να μας ρωτά διάφορες αρχαϊζουσες προτάσεις, που εύρισκε στις εφημερίδες που διάβαζε μετά μανίας.  Όπως, «γαία πυρί μειχθήτω"  ή «άκρον άωτον»  ή  «υπέρ το δέον» και άλλα.

-Τι σημαίνει το «Πόθεν έσχες» , μας ρώτησε μια μέρα.  Κάτι  ψελλίσαμε όμως καμμιά μας δεν το ήξερε ακριβώς . Από τότε όταν μας έβλεπε στην αγορά  να γυρίζουμε από το σχολείο μας φώναζε .

-Το μάθαταν  το «πόθεν έσχες»;

  Ε …λοιπόν μέχρι σήμερα κάθε που διαβάζω τα « πόθεν έσχες» των βουλευτών θυμάμαι την « εξέταση» του Λευτέρη .

     Ερχόταν, με βήμα ασταθές και μια μόνιμη κάμψη στο λιπόσαρκο κορμί του  και ο Γιώργος Λαβδανήτης,   που όλο με αποφθέγματα μας μιλούσε, για να δανειστεί  κάτι να διαβάσει . Ο μπάρμπα- Γιώργος δεν πήγαινε να βοσκήσει   τα πρόβατά του αν δεν είχε μαζί του  βιβλίο η περιοδικό παραμάσχαλα , συνήθως  το «ρομάντζο»  ή  τον «θησαυρό»!

     Περνούσε και ο μπάρμπα -Κώτσιο Ποποβίτης,  με το μαύρο,  υφαντό μάλλινο,     σαλβάρι και το σταυρωτό γιλέκο πάνω από το ανοιχτόχρωμο  πουκάμισο  με την λαιμόκοψη που κούμπωνε ως επάνω .  Σταματούσε για λίγο και ακουμπισμένος στην κλίτσα του,  έλεγε τον καλό του λόγο, με εκείνη την ιδιότυπη προφορά των Θεσπρωτών . Ενώ ο μπάρμπα -Γιώργο  Καπρινιώτης,  με  μαύρο σαλβάρι   κι αυτός ,  κάθονταν στο πεζούλι της δικής του εξώπορτας, ακουμπισμένος στην κλίτσα του και παρακολουθούσε αμίλητος την ζωή της γειτονιάς . Τα μάλλινα σαλβάρια, που αρκετοί μεγάλοι  φορούσαν τότε, ήταν φτιαγμένα στον αργαλειό  σε μονή ύφανση  ενώ τα παλτά ήταν από δίμιτο και όλα αυτά καλοραμμένα από τον μπάρμπα- Γιάννη Φωτίου .

     Μα  οι καλύτερες  ώρες   ήταν εκείνα τα βράδια  με το  αυγουστιάτικο φεγγάρι, που σαν φλογισμένο ταψί  ξεπρόβαλε μέσα από τα δέντρα του Μοναστηριού μας  και  κάτω απ’ το φως του τα χέρια συνέχιζαν να δουλεύουν και οι κουβέντες γλύκαιναν και  αλάφρυναν.   Ο μπάρμπα- Μήτσ΄  Στράτος και η μάνα μου άρχιζαν να θυμούνται αποσπάσματα  από την  « Κύρου Ανάβαση»  του Ξενοφώντα  ή  ποιήματα και τραγούδια από το σχολείο!  Ενώ  ο Νίκος  Γάτσιος  έλεγε ιστορίες από τα βιβλία που διάβαζε .  Ήταν   πολυδιαβασμένος ο Νίκος,  η λάμπα του ως αργά έφεγγε στο παραθύρι, γιατί ξενυχτούσε διαβάζοντας.  Πολυδιαβασμένη και η γειτονιά μας, αφού τα βιβλία κυκλοφορούσαν από σπίτι σε σπίτι.   Κάπως έτσι είχα διαβάσει κι εγώ  την  «Ωραία του Πέραν»  και  τον  «Έμπορο  της Βενετίας» ,  κρυφά βέβαια  από την μάνα μου,  αφού   έλεγε πως δεν είναι αυτά για μένα και πως έπρεπε τα μαθήματά μου να διαβάζω μόνο. 

       Γλιστρούσε  σιγά  το ολόγιομο φεγγάρι στον καλοκαιρινό ουρανό,  χάιδευε  και  χρύσωνε  μαγικά τον  τόπο και ήταν τότε που  άρχιζαν οι περίεργες παλιές  ιστορίες που μας έκαναν να κουρνιάζουμε  και να γλαρώνουμε στις αγκαλιές κι εκεί ανάμεσα στον ύπνο και το ξύπνιο ν΄  ακούμε τον μπάρμπα - Μήτσ΄   να διηγείται για τότε, που ήρθε λέει ο Κατσαντώνης, κυνηγημένος από τον Αλή - Πασά  κάτω από την Τσιμπρίκα  και  κάποιος παλιός του σογιού μου, τον έκρυψε σ΄ένα βαρέλι στην μπίμτσα μας !  Ν΄ακούμε  και  για την άτυχη  νύφη, σ ένα σπίτι της γειτονιάς μας, που την  φαρμάκωσαν η πεθερά και η κουνιάδα γιατί  δεν την θεωρούσαν  άξια  για τον λεβέντη  τους, που ήταν  καπετάνιος  στα βουνά.  Θέλησαν λέει να την ξεγελάσουν  και  να κοιμηθεί  με ένα ξένο άνδρα, για να την ενοχοποιήσουν μετά, μα εκείνη τον κατάλαβε.  Και το τραγούδι πικρό ακουμπούσε σιγανά  την νύχτα.

Νύφη  λούσου και άλλαξε και βάλε τα καλά σου

και σύρε στρώσε στον οντά στην πέρα την κρεββάτα

κι άσε την πόρτα ανοιχτή και τα σκυλιά δεμένα

απόψε θάρθει ο Κώστας σου , θα έρθει ο καλός σου!

Κι εκείνη πήγε κι άλλαξε κι έβαλε τα καλά της

 και καρτερούσε η άμοιρη να έρθει ο καλός της .

Μα σαν τον είδε τ΄ ένιωσε και πόνεσε η καρδιά της

-Δεν είσαι σύ ο Κώστας μου, δεν  είσαι συ ο καλός μου.

Δεν φταίω εγώ μωρ Κώσταινα, δεν φταίω εγώ ο καημένος,

μον φταίει η σκύλα η πεθερά,  η στρίγγλα η αντραδέρφη

που σου ΄παν  λούσου κι άλλαξε και βάλε τα καλά σου .  

       Ήταν η ώρα που χαμήλωνε το φεγγάρι σιγά  κι ακουμπούσε τον κόσμο  κι  έλουζε τις ψυχές με τα πάθια τους  και γαλήνευε τον λογισμό !   «Σα΄ νάχαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου»* 2

        Η γειτονιά μας αυτή !  Και εμείς  εκεί, με χρόνια γεμάτα παιχνίδι  και μικρές παρουσίες νοικοκυροσύνης, καθώς τα Σαββατιάτικα απογεύματα ,  αφού είχαμε τρίψει καλά καλά  τα σανίδια στους  νοντάδες ,  με τις σκούπες στα χέρια καθαρίζαμε το σοκάκι  από τις βουλτιές και τα σκουπίδια,  με το μάτι των μεγάλων κατεπάνω μας  να ξεχωρίσουν σημάδια,  να πουν την συμβουλή  και την προτροπή  τους,  έτσι όπως στο μέσα τους  την είχε ριζώσει η ζωή και τα χρόνια .

-              Ούι…  τσωπάτε…..τι είναι αυτά …δεν  καν΄ οι  τσιούπρες να  λεν  τέτοια !

 Μας μάλωνε η θεία- Λένη του Στράτου σαν  άκουγε να λέμε πως πονάει η κοιλιά μας.  Κι ύστερα  κρυφογελώντας   μονολογούσε σιγά .  

-Τσ… τσ…τσ… ..τι περιμέν΄ς ,  νταβραντ’σμένες  θηλκάρες,  θα γένουν  γυναίκες απ’ τα τώρα,  όχι σαν  τε μας π’ μας έτρωγε η δ΄λειά . 

 Μα εμείς  μες την  άγνοια , χαζεύαμε τα μεγάλα κορίτσια που σαν αερικά αλαφροπατούσαν το σοκάκι με τα άσπρα φακιόλια για να πάνε στ’ αμπέλια, με τις λουλουδάτες φούστες , ν΄ ανεμίζουν από ζωή και νιάτα, για να πάνε στο  σεργιάνι .  Δεν έμειναν στον νου μου πολλές  δικές στους εικόνες, παρά μόνο φευγαλέες στιγμές, γιατί σαν τα πουλιά πετούσαν κι  έφτιαχναν την δική τους φωλιά σε άλλες γειτονιές.  Όμως δεν μπορώ να ξεχάσω τα γέλια και τα τραγούδια από τις Πετρογιουνάτες  που ακούγονταν ολημερίς μαζί με το χτύπημα του αργαλειού τους,  τον αυθορμητισμό της Φρόσως , την γλυκιά μου Λένη , την συνεσταλμένη Αθηνά,  την πικραμένη αλλά  δυναμική  Βαγγελή  και την αδελφή της την Αφροδίτη,  τις νοικοκυρεμένες  βλαχοπούλες,  την Ευδοξία και την  Άρτεμη   και κάπου εκεί  αχνή , μακρινή και μαυροφορεμένη  η παρουσία της Τσέβως, που επειδή δεν είχε τι άλλο να με φιλέψει, καθάριζε ρίζες από βρακανίδες και μου τις έδινε.  Αχ αυτή η σπιρτάδα της γεύσης τους  πως ακουμπά   την ψυχή μου! 

Και  για όλες τους μοιράσαμε, με χαρά  και καμάρι  μέσα από κανίστρες,  μεγάλα κομμάτια πλαστάρι, για  «μπολέτα» στους γάμους τους και φορέσαμε περήφανα το μαντήλι ή τον φτά,  αφήνοντας  εκεί στην άκρη του  νου  ν΄ ανθίζει  το όνειρο  της δικής μας χαράς. 

Που ναι,  ίσως στης ζωής το περπάτημα  ο δρόμος να  πήγε κι εμάς  μακριά μα τούτη η γωνιά, η γειτονιά μου με την μεγάλη μας  εξώθυρα, οι άνθρωποί της , οι  στιγμές , τα λόγια, ο ήλιος κι η βροχή της,  είναι φωλιασμένα στην ψυχή βαθιά. 

Και τώρα που τα πεζούλια μένουν αδειανά, χωρίς  θωριές  κι ανάσες,  σαν θέλω, ανοίγω την ψυχή  και γεύομαι την ομορφιά τους  και δεν ξεχνώ  το βράδυ, λίγο πριν  κλείσω την  μεγάλη εξώθυρα  πίσω μου, να τους πω .

-              Καλό ξημέρωμα  καλές μου γειτόνισσες !

                                                                                               Βούλα  Λεοντίδη – Πλάτωνα

 

*1  Είχα τελειώσει το άρθρο μου όταν ένα βράδυ, από αυτά τα υπέροχα Αυγουστιάτικα βράδια στο χωριό μας,  η κεφάτη παρέα στον «θείο» με πληροφόρησε πως υπάρχει και άλλη απάντηση  του μπάρμπα -Μήτρου, αρκετά «πιπεράτη». Όπως καταλαβαίνεται το  ύφος του κειμένου δεν επιτρέπει να την προσθέσουμε εδώ, αν όμως κάποιος θα ήθελε να την μάθει,  υπάρχουν  αρκετοί από τους «μικρούς γαβριάδες» της εποχής εκείνης  που ευχαρίστως θα τον ενημερώσουν !

 

*2   Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Σημείωση 1.  Μπάρμπα - Μήτρος Βαϊνάς- Κύργιος, μπάρμπα -Κώτσιο Ποποβίτης- Καρακίτσιος, βάβω- Μαρία  Γιούνη, κυραθειά-Στράτοβα  Βαρβάρα Στράτου, βάβω- Μαρία  Ξυλάνη, κάκω- Βαρβάρα Τόιλου, θεία -Αγγελική Μίσσιου, Σταματή Στράτου, Βάβω -Μαρούκω  Μαρίνα Δαγκλή.

Ουρανία Λαβδανίτη, Μανώλαινα- Μάχη Τόιλου, Λένη Στράτου, Λένη Τόιλου, Ρίνα  Δαγκλή- Φωτίου, Ρίνα Ποποβίτη- Καρακίτσου, Πάνοβα- Λένη Βαϊνά-Κύργιου, Ν΄κόλαινα- Βάσιω Βαϊνά- Κύργιου, Αλεξάντρα Γάτσιου , Γιώργαινα- Λένη Καπρινιώτη, Ειρήνη Εξάρχου, η μάνα μου, Βαρβάρα Λεοντίδη .

Σημείωση 2. Ευχαριστώ θερμά τον Πέτρο Μίσσιο ,την Φρόσω Κοντονίκα, την Αθηνά Νούλη , την Λίτσα Κύργιου- Κυρίτση, τον Σπύρο Φωτίου, την Λίτσα Στράτου, την Νούλα Λιάκου και την…. παρέα στον «θείο»,  γιατί «ταξίδέψαμε» και θυμηθήκαμε μαζί . Καθώς και την Τασούλα Ζώτου για την προσπάθειά της να βρει φωτογραφίες .

   

 

(Μπάρμπα Νικόλας Βαϊνάς-Κύργιος, γιος του μπάρμπα Μήτρου, με τις εγγονές του Τασούλα Ζώτου και Μιμίκα Κύργιου)

 

 

                                            (Μπαρμπα - Κώτσιος Ποποβίτης -Καρακίτσιος.)