Δευτέρα 22 Ιουνίου 2015

ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΗΡΙΑ ΠΡΟΤΟΜΗΣ ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ ΖΙΤΣΑΙΑΣ


ΖΙΤΣΑ 2015  Συνεχίζοντας την παράδοση…

Η Ζίτσα τιμά  τη μεγάλη μορφή  που τίμησε την ελληνική ποίηση. Στη Ζίτσα με τη μεγάλη παράδοση και την αξιοσημείωτη ιστορική της διαδρομή  εις τους αιώνες, την 21η  Ιουνίου 2015 μαζεύτηκε  μέγα πλήθος επίσημων και ανεπίσημων. Στη Ζίτσα που επισκέφτηκαν τα αγιασμένα πόδια του αγίου Κοσμά του Αιτωλού  και στο εικονοστάσι που στήθηκε στον τόπο όπου δίδαξε διασώζεται η αυθεντική προσωπογραφία του, μεγάλο πανηγύρι στήθηκε εκείνη τη μέρα στην κεντρική πλατεία. Στη Ζίτσα που γνωρίζει τις αλλαγές των εποχών και των καιρών κάτω από τον ίσκιο του προφήτη Ηλία στον   εξαίσιο  ομώνυμο λόφο, όπου φιλοξενήθηκε, θαύμασε και ύμνησε με λυρισμό ο μεγάλος ποιητής και λάτρης της ελληνικής ομορφιάς και ιστορίας Λόρδος Βύρων, εκείνη τη μέρα οργανώθηκε μεγάλη  γιορτή. Πολλοί επίσημοι παρευρέθηκαν   σ’  αυτή τη μεγάλη γιορτή.
Στη Ζίτσα μέσα σε μια ευφρόσυνη ατμόσφαιρα , έγιναν τα αποκαλυπτήρια της προτομής της  μεγάλες ποιήτρια Χρυσάνθης Ζιτσαίας.
Ο συγχωριανός μας  Μιχάλης Κατσουλίδης και η σύζυγός του  Έβελυν φρόντισαν με αγάπη για την προτομή χαρίζοντας στη γενέτειρα γη  ένα ακόμα στολίδι, που καταξιώνουν όχι μόνο τη Ζίτσα, αλλά  και ολόκληρη την Ήπειρο.
Να γιατί μαζεύτηκε μέγα πλήθος επισήμων και ανεπισήμων εκείνη τη μέρα. Για να τιμήσει και να ξαναζήσει μεγάλες ώρες. Αυτές  που δεν ξεχνιούνται ποτέ.
Να γιατί σήμερα  είναι για το χωριό μας ημέρα γιορτής. Ημέρα  απότισης  ελάχιστου φόρου  τιμής  στη μεγάλη ποιήτρια  Χρυσάνθη Ζιτσαία  που γεννήθηκε και ξεκίνησαν τα πρώτα   βήματα της γεμάτης μεγαλείο ζωής της από το χωριό μας.
Η προτομή της μεγάλης ποιήτριας κοσμεί από σήμερα την κεντρική πλατεία του χωριού μας και είναι δωρεά του   Μιχάλη  και της  Έβελυν  Κατσουλίδη. Δεμένος δυνατά με τη γενέτειρά του , δεν παύει ούτε στιγμή να  ενδιαφέρεται για τα προβλήματά της και να προσφέρει σ’  αυτήν. Με τη δωρεά αυτή αποκαλύπτει τη μεγάλη του ευαισθησία σε θέματα  πολιτισμού και παιδείας, στοιχεία θεμελιακά για την επιβίωση ενός έθνους. Εύγε.
Ευχή μου  είναι, όλοι μας να ακολουθήσουμε το παράδειγμά  του.  Στο σημείο αυτό θα επιθυμούσα    να σημειώσω ότι το χωριό μας έχει ανάγκη από την προσφορά του κάθε κατοίκου του. Και όταν  λέω προφορά δεν εννοώ πάντα ένα ξενώνα ή κάποιο κτίριο ή κάποιο γήπεδο, που  σίγουρα δεν είναι μέσα στις δυνατότητες του καθενός. Προσφορά θεωρώ και την μιας ημέρας  προσωπική εργασία για να  χτιστεί ένα πεζούλι. Αυτή η προσφορά  είναι μέσα στις δυνατότητες  όλων μας.

Των αποκαλυπτηρίων προηγήθηκαν χαιρετισμοί από τους: κ. Περικλή Νούλη , Πρόεδρο της τοπικής κοινότητας κ. Μιχάλη Πλιάκο, Δήμαρχο δήμου Ζίτσας, τον γλύπτη κ. Θ. Παπαγιάννη, καλλιτέχνη που φιλοτέχνησε την προτομή, μίλησε ο δωρητής κ. Μιχάλης  Κατσουλίδης, ο εγγονός της Χρυσάνθης Ζιτσαίας κ. Άλκης Μπαλτάς και ο Πρόεδρος της Αδελφότητας Ζιτσαίων κ. Γιάννης Τσέλιος.
  Επίσης χαιρετισμούς έστειλαν καθότι δεν μπόρεσαν να παρευρεθούν στην εκδήλωση το Λύκειο Ελληνίδων Θεσ/νίκης, η  Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, η  Ηπειρωτική Εταιρεία Θεσ/νίκης και ο Συμπατριώτης μας βουλευτής κ. Χρήστος Μαντάς.
Τα αποκαλυπτήρια έκαναν η μικρή Ελένη Παπαγεωργίου και  ο  δισέγγονος της Χ. Ζιτσαίας, δικηγόρος κ. Σωτήρης Μπαλτάς. Ακολούθησε τρισάγιο από τον ιερέα του χωριού μας .

Κεντρικός ομιλητής της εκδήλωσης ήταν ο  Θεόδωρος Κοσμάς, φιλόλογος –ερευνητής,  ο οποίος μίλησε για τη ζωή και το έργο της Χρυσάνθης Ζιτσαίας. Θα ακολουθήσει ανάρτηση της ομιλίας του.
Το συντονισμό  της εκδήλωσης είχε ο αντιδήμαρχος  Πολιτιστικών κ. Στέφανος Μιχάλης.
Μετά το πέρας της εκδήλωσης οι παρευρισκόμενοι  απόλαυσαν ,στην Καλλιθέα, τα πλούσια εδέσματα , τα οποία με μεράκι και  προθυμία ,όπως πάντα, έκαναν οι γυναίκες της Ζίτσας και στις οποίες αξίζουν  τα εύσημα, γιατί αυτές ήταν οι αφανείς εργάτριες της εκδήλωσης.


























                                                                                                                                                                                                                                                    





















Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ ΖΙΤΣΑΙΑΣ
(Ομιλία κατά την τελετή των αποκαλυπτηρίων
της προτομής της στη Ζίτσα, 21-6-2015)

Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί προσκεκλημένοι,

Άξια παντός επαίνου η πρωτοβουλία των φιλογενών συμπολιτών μας Μιχάλη και Έβελυν Κατσουλίδη, που ολοπρόθυμα και με τη χαρακτηριστική σεμνότητα που τους διακρίνει, χωρίς τυμπανοκρουσίες και την παραμικρή διάθεση προβολής, ανέλαβαν τη δαπάνη για την προτομή της αείμνηστης Χρυ­σάν­θης Ζιτσαίας, αποδίδοντας έτσι φόρο τιμής στην καταξιωμένη λογοτέχνιδα. Τα εύσημα ανήκουν επίσης και στον ε­ξαί­ρε­το Η­πει­ρώτη γλύπτη Θόδωρο Παπαγιάννη, που με καλλιτεχνική αρτιότητα φι­λο­τέχνησε τη μορφή της.
Σε συμβολικό επίπεδο η σημερινή τελετή καταφάσκει στην, τόσο αναγκαία άλλω­στε στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε, πνευματική και πολιτιστική ανάταση και δίνει, έχω την αίσθηση, αφορμή για την επανενεργοποίηση της συλλογικής μνήμης, όσον αφορά στη φυσιογνωμία της εκλεκτής συμπατριώτισσάς μας. Όχι πως η Ζίτσα δεν τίμησε όπως της έπρεπε και όσο της άξιζε τη μνήμη της Χρυσάνθης Ζιτσαίας, αρχικά με τα ψηφίσματα του Κοινοτικού Συμβουλίου και του Αθλητικού Μορφωτι­κού Συλλόγου Ζίτσας της 11ης Ιουλίου 1995, ημερο­μη­νίας του θανάτου της, και την τέλεση δαπάνη της κοινότητας τεσσαρακονθήμερου μνημοσύνου στον Άγιο Νικόλαο∙ εν συνεχεία με την τέλεση ετήσιου φιλολογικού μνημοσύνου στο Πνευμα­τικό Κέντρο της Ζίτσας το 1996∙ με την ανακομιδή, τέλος, των οστών της στο κοιμητήριο της Ζίτσας το 2005, σε ειδικά επί τούτου κατασκευασμένο μαρμάρινο μνημείο, και τη συ­να­κόλουθη εκδήλωση-αφιέρωμα που οργάνωσε ο τότε Δήμος Ζίτσας σε συνεργασία με την Εταιρία Λογοτεχνών και Συγγραφέων Ηπεί­ρου, επίσης στο Πνευματικό Κέ­ντρο. Η προτομή ωστόσο σημα­το­δοτεί μια πιο καθο­λική και ανθεκτική στο χρόνο αναγνώριση, προσδίδει μια διάσταση ουσίας και βά­θους, προσάπτει στο τιμώμενο πρόσωπο το χαρακτηρισμό της εξέχου­σας προσω­πι­κότητας.
Το πατρικό επώνυμο της Χρυσάνθης Ζιτσαίας ήταν Ζέρβα. Κόρη του Ζιτσαίου Νι­­κόλαου Ζέρβα και της Γιαν­νιώτισσας Αικατερίνης Καλογήρου, δασκάλας της υφα­ντικής επί δεκαετία στο Φιλίτειο Παρθεναγωγείο της Ζίτσας, γεννή­θηκε το 1902 στο Πρί­ντεζι της Ιταλίας, το Βρινδίσιον, όπως το αναφέρει η ίδια[1], όπου είχαν μεταβεί οι γονείς της μετά το γάμο τους σε αναζήτηση καλύτερης τύχης. Πολύ μικρή η Χρυσάν­θη επέστρεψε στη Ζίτσα μαζί με τους γονείς της και το μεγα­λύτερο αδελφό της Χρή­στο – η άλλη τους αδελφή, η Μαλβίνα πέθανε στην ξένη γη – κι εκεί έζησε τα παιδι­κά και τα νεανικά της χρόνια. Εντεκάχρονη παιδούλα το 1913, βιώνει με ένταση την είσοδο του ελληνικού στρατού στα Γιάννινα και εκστασιασμένη από τις φρενιτιώδεις εκδηλώσεις χαράς των συγχωριανών της μεταπλάθει τον ενθου­σιασμό της σε πατριω­τι­κούς στίχους εκδηλώνοντας έτσι πρώιμα την ποιητική της προδιάθεση και το λογο­τεχνικό της ταλέντο. Εφεξής αφοσιώνεται στη συνέχιση του κύκλου της παιδεύσεώς της, που περατώνεται με την αποφοίτησή της από τη γεραρά Ζωσιμαία Σχολή.
Σε νεαρή ηλικία έρχεται σε γάμου κοινωνία με τον κυπριακής καταγωγής γεω­πό­νο και μετέπειτα καθηγητή του ΑΠΘ Λάμπρο Οικονομίδη. Ο αποχωρισμός από την τόσο αγαπημένη γενέθλια γη, θυσία στο βωμό του έρωτα – αναγκαστικά ακολουθεί το σύ­ζυγό της σε όλες τις επαγγελματικές του μετακινήσεις – εγκαινιάζει μια μακρά σωματική απουσία που τη βιώνει με οδυνηρό τρόπο. Βάλσαμο και διέξοδο θα βρει στη λογοτεχνία, που έχει τη δύναμη να εξουδετερώνει τις αποστάσεις και να χτίζει γέ­φυρες ψυχικής και πνευματικής επικοινωνίας.
Δυναμικό και ελεύθερο πνεύμα η Ζιτσαία, έχοντας και την πλήρη συμπαράσταση του άξιου συντρόφου της – έχουν ήδη εγκατασταθεί στο Βόλο – θα αψηφήσει τις προ­­κα­τα­λήψεις και την παρωχημένη αλλά κρατούσα ακόμη ανδροκρατική νοοτροπία της εποχής και θα επιχειρήσει από το μυχό του Παγασητικού ένα θαρραλέο λογοτε­χνι­κό ξεκίνημα, εκδίδοντας το 1929 την πρώτη ποιητική της συλλογή με τίτλο «Με­νε­ξεδένια Δειλινά». Η επίσημη εμφάνισή της στα ελληνικά γράμματα θα επι­σφρα­γι­σθεί με το κύρος της κρίσης του Κωστή Παλαμά, που προλογίζοντας το βιβλίο της χρη­σμολογεί: «…Και το σπου­δαι­ό­τερο, τα ποιήματα αυτά έχουν πνοή», χαιρε­τί­ζο­ντάς την ως ελπιδοφόρα ποιητική παρουσία. Η μεταγενέστερη πορεία της δε θα τον διαψεύσει.
Θα ακολουθήσουν 26 ακόμη ποιητικές συλλογές, όλες εκδομένες στη Θεσσαλο­νίκη, όπου εγκαταστάθηκε οριστικά από το 1931, εκτός από το «Ύμνος στη μέλισ­σα», που θα τυπωθεί στην Αλεξανδρούπολη το 1961, καθώς και το εκτενές ποίημα «Ο θρύλος του Θε­ο­­γέ­φυ­ρου», που θα δημοσιευτεί στο περιοδικό των Ιωαννίνων Η­πει­ρωτική Εστία το 1956. Επιπρο­σθέ­τως θα εντρυφήσει και στην παιδική λογοτε­χνία, εκδίδοντας δύο έρ­γα για παιδιά με ποιήματα και θεα­τρι­κά, εγκεκριμένα μάλιστα από το Υπουργείο Παι­δείας. Εκτός όμως από την ποίηση, που αναμφίβολα κατέχει περίο­πτη και προνομια­κή θέση στο όλο έργο της, η Ζιτσαία θα διακονήσει με επιτυ­χία και την πεζογραφία έ­χο­ντας στο ενεργητικό της 4 συλλο­γές διηγημάτων και 3 μελέτες. Εκτός από τα αυτοτελή βιβλία, πολλές εργασίες της (δοκίμια, κριτικά και λαογραφικά σημειώματα κλπ.) φιλοξενήθηκαν κατά καιρούς σε διάφορα έντυπα. Πολυετής συνερ­γα­σία με ρα­διο­­φωνικούς σταθμούς της Θεσσα­λο­νί­κης και μεγάλος αριθμός διαλέξε­ων συνα­ριθ­μού­νται επίσης στις πνευματικές της ενα­σχο­λήσεις. Να προ­στεθεί ότι υ­πήρ­ξε ιδρυτι­κό μέ­λος πολλών σωματείων, όπως της Εταιρίας Λογοτε­χνών Θεσσαλο­νίκης, του Λυ­κεί­ου Ελληνίδων, του Συνδέσμου Φιλί­ας Ελ­λάς-Κύπρος κλπ., μέσα από τα οποία ανέπτυξε αξιόλογη κοινωνική δράση.
Οι κριτικές για το έργο της πολλές και επαινετικές – επιβράβευση της πολυετούς λογοτεχνικής της συνεισφοράς. Ποιήματά της μεταφράζονται σε ξένες γλώσσες, άλλα μελοποιούνται, ανθολογείται σε ανθολογίες ποίησης και πεζογραφίας, απολαμβάνει πλήθος τιμητικών διακρίσεων, με κορυφαία τον τίτλο της «Αρχόντισσας του Οικου­με­νικού Θρόνου» που της απένειμε ο πατριάρχης Αθηναγόρας ο Α΄, για το πνευμα­τι­κό και το κοινωνικό της έργο, ενώ δεκάδες ποιητές, Έλληνες και Κύπριοι, της αφιε­ρώ­νουν στίχους.
Ικανή τεχνίτρα του λόγου πανθομολογουμένως η Χρυσάνθη Ζιτσαία, υπήρξε σε ό­­λη της τη ζωή σεμνή και μετριόφρων, απλή και προσηνής, με σπάνια ευγένεια ή­θους, χωρίς ναρκισσισμούς, περιαυτολογίες και αμετροέπειες. Τα στοιχεία αυτά του χα­ρα­κτή­ρα της, που χρωματίζουν αναπόφευκτα και την ποίησή της, αντικατοπτρί­ζο­νται α­νά­γλυφα σε συνέντευξή της που δημοσιεύτηκε στην εφ. Ελευθερία του Χρη­στο­βασίλη τον Απρίλη του 1934: «Τρομάζω, φίλε μου, τες συνεντεύξεις. Θαρ­ρείς, όταν μιλώ, περνά­ω τον εαυτό μου για μεγάλη, ενώ δεν είμαι παρά μια από τες πολλές δου­λεύτρες της Τέχνης, ένα ασήμαντο μόριο στο καλ­λι­τε­χνικό πλήθος. …». Κι ακόμη, ό­ταν, πριν την εκδήλωση προς τιμήν της, που οργάνω­σε η ΕΗΜ στα Γιάννινα το 1994, εκφράζει την επιθυμία – μεταφέρω τα λόγια της αυτούσια, όπως τα παραθέτει στην εμπεριστατω­μέ­νη ομιλία του ο Κώστας Βλάχος – «…Να μην υπερβάλλουμε το γεγο­νός. Απλά και σεμνά. Ηπειρω­τικά θάλεγα να γίνει η εκδήλωση για μια ηλικιω­μένη Η­πει­ρώτισσα, που το πρώτο ποίημα το έγρα­ψε το 1913, για την είσοδο του Ελληνικού στρατού στα Γιάννινα, κι ακόμα συνεχίζει να γράφει ποιήματα!»[2].
Αλήθεια, τι ήταν η ποίηση για τη Χρυσάνθη Ζιτσαία; Η ίδια, στην προμνησθείσα συνέντευξη, απαντά στο ερώτημα ως εξής: «Για μένα το Τραγούδι – εννοεί την ποίη­ση, τραγούδια συνηθίζει να αποκαλεί τα ποιήματά της – είναι, όπως έλεγε ο Ταγκό­που­λος, “λουλούδι”, όπου η ωμορφιά ανάβει τον ενθουσιασμό, είναι αισθητική μαζή και οργανική ανάγκη, είναι όμως και ξέσπασμα, είναι ομιλία της ψυχής και κραυγή της σάρκας. Γράφω γιατί μου είναι απαραίτητο…». Στα Πολυεδρικά, στο εισαγωγικό τετράστιχο με τίτλο «Ταυτότητα», αποφαίνεται με δωρική λιτότητα:

«Πάντα ένα Στίχο αναπνέω και ζω.  
Μ’ ένα Στίχο προσεύχομαι.
Κάτω από ένα Στίχο στεγάζομαι.
Πάνω σ’ ένα Στίχο ακουμπάω να μη πέσω»[3].

Η ποίηση είναι το παν, ο αέρας που αναπνέει, η ίδια η ζωή, όραμα και πάθος, κα­τα­φύγιο κι απαντοχή συνάμα. Κι αλλού, ποιητικώ τω τρόπω πάντα, προσδιορίζει πα­ράλ­ληλα τις στοχεύσεις της:

«Τραγουδώ για να διώχνω την ομίχλη  
από τ’ άγρυπνα βλέφαρα.  
Για να μη χάνει η Αργώ μου  
το δρόμο στο πέλαγο.

Τραγουδώ για να λυώνουν οι πάγοι  
της γης και νἄρχονται τα χελιδόνια  
να χτίζουν μία φωλιά στη στέγη μου.

Τραγουδώ για ν’ ανάβει
ο φτωχός μου ο λόγος  
και να τον αποθέτω ευλαβικά
– αναμμένο κερί –  
στον ιερό Ναό του Ανθρώπου»[4].

Και πάλι στα Πολυεδρικά συμπληρώνει:

«Με το σπαθί μου  
σε πολε­μάω ζωή.  
Λέγεται Στίχος»[5].

Εδώ ο ποιητικός λόγος εκλαμβάνεται ως οδηγητική πυ­ξίδα, διάμεσος ενός ελπι­δο­φό­ρου μέλλοντος, ιεροπραξία στην υπηρεσία του ανθρώ­που, όπλο ενάντια στις α­ντι­ξο­ότητες της ζωής. Η ποιήτριά μας δεν είναι οπαδός του δόγματος «η τέχνη για την τέχνη», αλλά προσβλέπει στον κοινωνικό της χαρακτήρα κι αυτή τη διάσταση υ­πη­ρετεί.
Η ποίησή της διακρίνεται για την απλότητα και τη διαύγεια της ειλικρίνειας. Έχει το χάρισμα μιας σαγηνευτικής μελωδίας, δημιουργώντας αβίαστα αμεσότητα επαφής. «Δεν είναι ανάγκη να χτυπήσεις στην πύλη, να περιμένεις για να μπεις, να ψάξεις σε δαι­δαλώδεις διαβάσεις για να την πλησιάσεις. Είναι καλόδεχτος ο καθένας μέσα στη φωτεινότητά της»[6]. Φέρει τη σφραγίδα της γνησιότητας ως μετουσίωση βιωμένης ε­μπει­ρίας, βγαλμένη από ψυχή και νου, όχι κατασκευασμένη εγκεφαλικά, χωρίς ίχνος εκζήτησης και επιτήδευσης. Άφθαστος λυρισμός και στοχαστικό βάθος, φυσική αί­σθη­ση του ρυθμού και τρυφερότητα που εκπλήσσει, εικονοπλαστική δύναμη και γλωσ­­σο­πλαστική ικανότητα προσφέρουν αφειδώλευτα αισθητική απόλαυση και συ­γκί­νηση χαρίζο­ντας στη Χρυσάνθη Ζιτσαία περιφανή θέση στη σύγχρονη λογοτεχνία μας. Λεπταί­σθη­τη και ευαίσθητη φύση η ίδια ήρθε αντιμέτωπη στη μακρά διαδρομή του βίου της με τα μεγάλα γεγονότα του 20ού αιώνα, που σε συνδυασμό με τις α­τομικές της περιπέτειες και τις επιδράσεις του περιβάλλοντός της επηρέασαν το υπό­στρωμα της ποίησής της, την ψυχική ατμόσφαιρα που διαμορφώνει το ποιητικό της σύμπαν, όπου όλα όσα αφορούν τον άνθρωπο και το χώρο του βρίσκουν τη θέση τους. Ο λο­γο­τεχνικός της ανθώνας περιέχει όλη τη γκάμα των ανθρώπινων συγκινή­σεων. Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Κώστας Βλάχος, «Όνειρα και οράματα, μέθη και προσδοκίες, παιδικά αισθήματα, δοκιμασίες. Οι βαριές μνήμες, ο νόστος, οι πίστεις. Το μυστικό κλει­δί, τα υ­πέ­ροχα αγάλματα και τα είδωλα, τα σύμβολα του μαρτυρίου και της θυ­σίας, ο τόπος και ο νόστος, ο ουρανός και η θάλασσα, η Ήπειρος, η Μακε­δο­νία, η Κύ­προς, η Ελ­λά­δα, η καταχνιά και τα σύννεφα του καιρού, οι καημοί και τα κόκκαλα των αδικο­χα­μένων, ο θάνατος και η αγάπη, ο Θεός. Η γραμμή της ζωής, η γραμμή της αγάπης, το γα­­­λάζιο πουλί της ειρήνης και πάνω απ’ όλα η αγάπη: ιδού το ψυχικό τοπίο, όπου κινείται∙ ιδού ο κόσμος της Χρυσάνθης Ζιτσαίας. Κόσμος μικρός και κό­σμος μέ­γας»[7].
Δεν είναι βέβαια εφικτό στα περιορισμένα χρονικά όρια μιας ομιλίας να σταθεί κανείς στο σύνολο του έργου της. Το εγχείρημα αυτό άλλωστε θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο ακόμη και στα πλαίσια της πιο εκτενούς μελέτης για μια ποιητική παραγωγή τόσο πλατιά και πολύτροπη, πολυσχιδή και πολυδιάστατη, όπως η δική της. Θα πε­ριο­ριστώ εδώ, επιχειρώντας μια απλή καταγραφή, να επισημάνω ορισμένες μόνο πλευρές της ποίησής της, παραθέτοντας συνάμα ψήγματα από το στιχουργικό της πε­ρι­βόλι για μια πιο άμεση βιωματική προσέγγιση.
Κατ’ αρχάς να ξεκινήσω από την αγάπη της Χρυσάνθης Ζιτσαίας για τη φύση, που θαρρείς είναι εγγεγραμμένη στο DNA της. Δώρο ανε­κτί­μητο θεωρεί η ί­δια την αναστροφή της με τις φυσικές ομορφιές, που φουντώνουν τη δίψα της για ζωή:

«Δώρο μικρό απ’ τα πλούτη της μοὔδωσε η Μάνα φύση.
Όμως εγώ το τίμησα και τὤκανα κορώνα.
Σαν νἄναι ατόφιο μάλαμα τὤχω διπλοσκαλίσει.
Τὤκανα μοίρα κι έκλεισα με τη ζωή αρραβώνα»[8].

«Επιμένει στην εξεικόνιση της φυσικής λεπτομέρειας με το μεράκι λιθοξόου-λι­θο­σμιλευτή και τη μέθη Γιαννιώτη χρυσικού…»[9] και με εξαίσιους στίχους μας δίνει μαγευτικούς ζωγρα­φικούς πίνακες – «μην τάχα η ποίηση δεν είναι ζωγραφιά φθεγγο­μέ­νη;»[10] – του απαράμιλλου σε κάλλος ελληνικού τοπίου. Ενδεικτικό το ποίη­μά της «Δύση στον Παγασητικό»:

«Λικνίζει ο Παγασητικός τη δειλινή μαγεία
πάνω στ’ ακύμαντα νερά, κι απ’ του ηλιού τη στράτα,
ο μύθος φέρνει την Αργώ στη χώρα του Πελία
κι απλώνει το Χρυσόμαλλο στο πορφυρό ακρογιάλι.

[…]

Κατηφορίζουν οι ελιές μ’ ολόγιομα πανέρια.
Λάμπουν γλυκόχυμοι καρποί στα φορτωμένα δέντρα.
Κι ανάμεσα από τις πηγές, στα δασωμένα πλάγια,
διαμάντια εικοσιτέσσερα στις φυλλωσιές κρυμμένα.

Σ’ αυλές ανθούνε γιασεμιά, τριαντάφυλλα στους φράχτες
και τα γεράνια φλέγονται, μοσχοβολάει η γαρδένια.
Κάποτε αλήθεια τὤφεραν στην Ιωλκό το Δέρας
κι η μάνα η φύση το κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά της»[11].

Αλλά και η αγάπη της για την πατρίδα, υπό τη στενή και την ευρεία έννοια, που αποδίδεται συμπυκνωμένα με την επιγραμματική διατύπωση των στίχων

«Και μόνο να σε στοχαστώ
Πατρίδα μου ψηλώνω!»[12],

διαπερνά σαν κόκκινη γραμμή ολόκληρο το έργο της. «Η Ζιτσαία, θα πει ο Μανόλης Γιαλουράκης, στο κεφάλαιο της πατριωτικής ποίησης προσφέρει θετική συμβολή, πλου­­τίζοντας τη γυναικεία ποίηση με στίχους ουσιαστικής πατριωτικής υφής χωρίς να ξεπέφτει στον κούφιο ρητορισμό και την πατριδολατρεία»[13]. Η πατριδοφιλία της, εξάλλου, συνυφαίνεται άρρηκτα με την ελευθερία, τους επικούς αγώνες για τη διαφύ­λαξη ή την ανάκτηση της οποίας τραγουδάει σε υψηλούς τόνους, προβάλλοντας πα­ράλληλα και τον ηρωισμό των αγωνιστών κι αναδεικνύοντας το μεγαλείο της θυσί­ας τους. Οι στίχοι της, για παράδειγμα, για τους 50 εκτελεσμένους κατά την Κατοχή στη Θεσσαλονίκη συγκλονίζουν:

«Σιγά κι απλά κυρά άνοιξη σ’ αυτόν τον έρμο τόπον
που τον πικροφαρμάκωσεν ο πόνος των ανθρώπων.
Στρώσε τη χλόη σου ταπεινά που λάμπει φαντασμένη.
Εδώ στον έρημον αγρό κοιμούνται οι σκοτωμένοι.

Είναι κι ένα παιδόπουλο κάτω απ’ την πρασινάδα
ποὔκλεισε στη μικρή καρδιά μια νύχτα την Ελλάδα.
Δώδεκα χρόνων ήτανε κι ούτε ήξερε ιστορία
όταν στους τοίχους έγραφε τη λέξη “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ”».[14]

Οραματίστρια η ίδια ενός καλύτερου μέλλοντος, ζυμωμένη με τα ανθρωπιστικά ιδα­νικά και εξαιρετικά ευαίσθητη η Χρυσάνθη Ζιτσαία πήρε εξαρχής σαφή και ξεκά­θαρη θέση απέναντι στο δίπολο ειρήνη-πόλεμος. Η φλογερή της επιθυμία για ειρη­νι­κή ζωή και η αποστροφή της προς τον πόλεμο και τους κάθε λογής πολεμοκάπηλους – στο σημείο αυτό ας υπομνησθεί ότι η κατάρα του πολέμου τη χτύπησε και προ­σω­πικά∙ ο αδελφός της Χρήστος, μαχητής της εθνικής αντίστασης και του Δημοκρατι­κού Στρατού, υπήρξε τραγικό θύμα των ταραγμένων χρόνων του εμφυλίου – προσδί­δει στην ποίησή της έναν έντονα αντιπολεμικό χαρακτήρα. Η ειρήνη, «τ’ όνειρο το μέγα της ζωής»[15], ανάγεται σε πανανθρώπινο ιδανικό:

«Ένα είν’ το μήνυμα κι αιώνιο.
Ίδιοι είναι όλοι οι τόποι
κι όλοι οι άνθρωποι.
Μόχθο παντού και χέρια θέλει η γη
για να καρπίσει.
Κι όλοι έχουν μια καρδιά που θέλει
αγάπη κι ειρήνη για ν’ ανθίσει»[16].

Η φρίκη του πολέμου αποτυπώνεται με αριστοτεχνικό τρόπο στο ποίημά της «Μι­λούν οι μάνες» – με την ιδιότητα της γυναίκας-μητέρας το ξέρει καλά κι η ίδια ότι δεν υπάρχει πιο κατάλληλο πρόσωπο απ’ την προμηθεΐκή μορφή της μάνας όλων των καιρών κι όλων των τόπων για ν’ αποδώσει τον ανθρώπινο πόνο:

«Ω! φως πασίχαρο της γης
σε ποιαν άβυσσο κύλησες
Ποια βαθιά σε κατάπιαν ερέβη
Και τα πράσινα φύλλα με τους διάφανους ψίθυρους
πώς ουρλιάζουνε σύθρηνα
για τη βαρειά τη μοίρα των ανθρώπων.
Πώς έχουν βάψει τ’ ουρανού τα χρώματα
Το γαλάζιο αντιφέγγισμα
και το μενεξελί του δειλινού
και της αυγής το θάμπος
Κι όλοι οι καρποί των μόχθων μας
κι η ανάσα μας και τα όνειρά μας
Πώς έχουν βάψει, θε μου, κόκκινα
απ’ των παιδιών μας τ’ ακριβό τους αίμα.

Είχαμε γύρει εκεί στην όχθη της ζωής
κι αντίκρυ ήταν οι μάνες των εχθρών μας.
Κι εκείνη εκύλαε ρέμμα ακράταγο
κι εκείνη εκύλαε κόκκινη αφρισμένη
ανταριασμένη εβόγγαγε θολή.
– Την τρέλλα και τη φρίκη αγκαλιαστήκαμε. –
Κι έσμιγε ο θρήνος μέσ’ στο ρέμμα της
και σμίγανε τα δάκρυα μας στην κοίτη
και σμίγαν οι κατάρες και τ’ ανάθεμα
από τον ίδιο σπαραγμό, τον ίδιο πόνο»[17].

Και δεν είναι τυχαίο που το οικουμενικό της κάλεσμα να μπει φραγμός στον όλε­θρο το απευθύνει στη μάνα τη χαροκαμένη, τη διδάχο της αγάπης και της στορ­γής:

«Αιώνια μάνα όπου γης.
Μαύρη κι αν είσαι, κίτρινη, λευκή.
Ήρθεν η ώρα.
Κάνε τον πόνο σου Ρομφαία πύρινη,
κοντάρι σιδερένιο την αγάπη
κι ύψωσε τ’ άγιο χέρι σου
τον δράκο σαν Αη Γιώργης να τρυπήσεις.
Του κόσμου το στοιχειό
που τρώει τα τέκνα σου
ή πόλεμο το λεν ή αδικία»[18].

Η μεγάλη της έγνοια, ωστόσο, είναι τα παιδιά, τα τραγικά, α­θώ­α κι ανυπερά­σπι­στα θύματα των σκοτεινών καιρών. Το ποίημά της «Εναγώνιο» αποτελεί μια σπα­ρα­κτική κραυγή αγωνίας για την τύχη τους κι οργής για όσους απεργάζονται σχέδια κα­τά­λυσης της ζωής. Οι στίχοι της ξεχειλίζουν από άφατη τρυφερότητα και προστα­τευ­τική διάθεση:

«Πού να σας κρύψουμε, αχ πού…
παιδάκια της γης ανυπεράσπιστα
αθώα κι ανύποπτα,
σπλάχνα των σπλάχνων μας,
της ζωής ηλιαχτίδες;

[…]

Πού να σας κρύψουμε, αχ πού…
μικροί τρυφεροί μας βλαστοί,
εμείς οι έντρομες Μάνες
με τα ηλιοκαμμένα χέρια;

Οι απόγονοι του Κάιν
οι αδελφοί του Ηρώδη,
με σπουδή και μανία ετοιμάζουν,
για σας, για την άνοιξη,
τη χαρά, την ειρήνη, τη Ζωή,
σατανικά καινούργια σύνεργα,
ολέθρου κι εξολοθρεμού»[19].

Η υποκρισία και η αδιαφορία των ισχυρών την πονάνε. Χαρακτηριστικό από την άποψη αυτή είναι το ποίημα «Στο Συνέδριο», όπου με πικρή ειρωνεία καυτη­ριά­ζει τη στάση τους:

«Με τη φωνή όλων των πονεμένων
μανάδων της γης
μίλησες Ίντιρα Γκάντι
για τα εκατομμύρια
πεινασμένα παιδιά…
Κι η φωνή σου
Φωνή βοώντος εν τη ερήμω,
έπειτα από τα χειροκροτήματα,
τις επευφημίες, τα γεύματα,
τις προτάσεις, τα σχήματα λόγου…
έπεσε μ’ ορμή, πάνω στης γης
τα μεγάλα παγόβουνα,
έγινε θρύψαλλα
και γέμισε ο κόσμος,
πουλιά πληγωμένα»[20].

Απέραντη η αγάπη της για τα παιδιά όλου του κόσμου, αισθητοποιείται θαυμάσια στους στίχους της προσευχής της

«Να μη πεινάσει ένα παιδί.
Μια μάνα να μη κλά­ψει»[21]

ή στη θερμή ευχή της

«Να λυώσουν όλοι οι πάγοι εδώ στη γη σου
για να μπορεί κάθε παιδί να ζεσταθεί»[22].

Και πόσο συναισθηματικό βάθος δεν περικλείει η λιτή στη διατύπωσή της ανα­φώ­­νη­ση

«Αχ δισεγγονάκι μου.
Γη κι Ουρανέ μου»[23]!

Σημαντική θέση στην ποίησή της επεφύλαξε η Χρυσάνθη Ζιτσαία και στη Γυναί­κα, της οποίας την αξιοσύνη και το δυναμισμό τραγούδησε σε όλους τους τόνους. Το ποί­η­μα που ακολουθεί, ύμνος και παρότρυνση συνάμα, ιχνηλατεί τους δρόμους της γυ­ναι­­κεί­ας χειραφέτησης:

«Άπλωσε τα φτερά σου πλατειά
στους ανοιχτούς ορίζοντες
για όλες τις άπλερες
των φυλακισμένων αιώνων.
Πλάτυνε τη ζωή σου και το πνεύμα σου
στον ελεύθερο αέρα
για όλες τις αλυσσοδεμένες σκλάβες
σε κοντόφθαλμες εποχές.
Προχώρησε με το κεφάλι ψηλά
Ενάρετη δυνατή και περήφανη
Γυναίκα εσύ τιμημένη και ευλογημένη
για όλες εκείνες που γεννήθηκαν
και πέθαναν σε κλουβιά χρυσωμένα.
Πλάσε στ’ άξια χέρια σου
Την καινούργια μέρα με νέα πνοή.
Άνοιξε τη λεωφόρο για όλες
τις άπραγες κερένιες κούκλες.
Αναμετρήσου με τον άνεμο
κουβέντιασε με τον ήλιο
για όλες τις θλιμμένες αμίλητες
των άκριτων καιρών
…»[24].

Ιδιαίτερα συχνή στο έργο της είναι και η αναφορά σε πλήθος ομοτέχνων της. Είτε τιμά κι αναγνωρίζει την αξία και την προσφορά τους, είτε θρηνεί για το χαμό τους, ή και τα δυο μαζί, το αποτέλεσμα είναι υπέροχα λογοτεχνικά πορτρέτα. Επέλεξα εδώ να ακουστεί το ποίημά της το αφιερωμένο στον Γ. Κοτζιούλα. Ο βαρύς ελεγειακός τόνος, που θυμίζει ηπειρώτικο μοιρολόι, μεγιστοποιεί την αίσθηση της απώλειας:

«Χαμήλωσε ένα σύννεφο βαρύ
κι απάνω απ’ τα Τζουμέρκα σκοτεινιάζει.
Βούρκωσε γύρω η μέρα ποιητή
και μια πικρή φλογέρα αναστενάζει,

σ’ ένα βαρύ Ηπειρώτικο σκοπό.
Φτωχέ κι αγαπημένε συντοπίτη.
– Τραγούδι, μοιρολόι, πώς να το πω; –
Του στίχου τ’ ακριβού σοφέ τεχνίτη.

Αμόλυντη κρατούσες τη χρυσή
και τη γλυκόμολπη καλέ μου λύρα.
Περήφανα την κράτησες και συ
των τραγικών Κρυστάλληδων τη μοίρα.

Ανόθευτε, της μούσας διαλεχτέ.
– Σε πήρε τώρα εκείνη στα Ηλύσια.–
Βάρδε μου κι Ηπειρώτη κι αδερφέ
με την αγνή ψυχή σου τη βουνίσια.

Έσβυσεν η «Φωτιά σου η Σιγανή»
– αυγερινού το φως και πούλιας όπως.–
Απόμεινε η γωνιά μας αδειανή
Κοτζούλα μου κι ασχήμισεν ο τόπος»[25]. 

Αναμφισβήτητη είναι η οφειλή της Χρυσάνθης Ζιτσαίας στη Θεσσαλονίκη, τη θε­τή της πατρίδα. Εκεί έζησε, δημιούργησε την οικογένειά της, ολοκλη­ρώ­θηκε πνευμα­τικά και καταξιώθηκε κοινωνικά. Η «αγαπημένη πολιτεία» των θρύλων και της ιστο­ρίας, η «Βυζαντινή αρχόντισσα» πυροδοτεί την ποιητική της έμπνευση:

«Αγαπημένη Πολιτεία.
Σε νοιώθω να κυκλοφορείς στο αίμα μου,
Να κατοικείς στο βλέμμα μου.
Να μυρώνεις την ανάσα μου.
Να θερμαίνεις τους παλμούς της καρδιάς μου.
Μαζί μου σε φέρνω σαν γκόλφι ακριβό.
Σε φορώ επιδεικτικά και περήφανα,
κόσμημα λαμπερό της ζωής μου.
Τετράφυλλο τριφύλλι της μοίρας μου.
Της ψυχής μου μεγαλωσύνη τρισόλβια.
Δισκοπότηρο της αγάπης μου.
Να μεταλαβαίνω τη μυστική σου ουσία.
Την άγια σου δύναμη»[26].

Αλλά και η Μακεδονική γη τη συγκινεί και τη συναρπάζει:

«Πάνω στον κάμπο τώρα τον ασάλευτο
κι η ιστορία περνάει περήφανη
μ’ ένα άστρο φωτεινό στο μέτωπο
το δρόμο της να μη ξεχνάει, να μη λαθεύει.
…Γη της Μακεδονίας ακριβή.
Με τις σφαγές, με τους αγώνες, με τις νίκες,
ηρωική, τυραννισμένη κι ένδοξη
Μακεδονία!
… Ω μνήμη φλογερή
που ξεπηδάς απ’ όλες τις γωνιές.
Από το θρύλο και τη δόξα των αιώνων»[27].

Ξεχωριστή θέση στο έργο της έχει και η Κύπρος, που το δημιουργικό δέσιμο μαζί της – το αναφέραμε ήδη – οφείλεται στην κυπριακή καταγωγή του συζύγου της. Στις φλέβες παιδιών και εγγονών της κυλάει αίμα κυπριακό. Η ίδια έχει επισκεφθεί επα­νει­λημμένα τη μεγαλόνησο κι έτσι οι συγκινήσεις και οι εμπνεύσεις της είναι άμεσες. Ιστορικά γεγονότα, προσωπικές εμπειρίες και βιώματα κρυσταλλώνονται σε στίχους, άλλοτε υμνητικούς κι άλλοτε ελεγειακούς. Ο ψυχικός της συγκλονισμός για τα δρα­ματικά γεγονότα της Κύπρου πήγασε γνήσια από την καρδιά και τα αισθήματα της μητέρας, που πονούσε και αγωνιούσε για τη μοίρα των παιδιών της και των δικών τους παιδιών. Το ποίημά της «Στη Σαλαμίνα του Ευαγόρα» υποβάλλει έντονα συναι­σθήματα περηφάνιας για το αρχαίο κλέος, που καμιά βία δεν μπορεί να σβήσει, και πόνου για την τραγωδία:

«Αρχαία της Κύπρου μάρμαρα
στη Σαλαμίνα του Ευαγόρα.
Περήφανοι κίονες, αγάλματα
Βωμοί, ονόματα Ελληνικά, ζωντανά,
αναλλοίωτα στη ροή των αιώνων.
Ουσία του τόπου, γραμμή φωτεινή.
Επιγραφές, μνήμες, επιγράμματα.
«Φθεγγόμενοι Λίθοι»
Επικό του Ομήρου τραγούδι.

Βάνδαλοι πατούν το πανίερο φως σας.
Βάρβαροι πληγώνουν τη γη σας.
Φουρτούνιασαν τα γαλάζια
ακρογιάλια της Κύπριδας.
Της Σαλαμίνας μάρμαρα ιερά
Το γνωρίζει καλά η σοφή σιωπή σας
στης καρτερίας σας τ’ άδυτα,
πως καμμιά δύναμη δεν μπορεί
να σας κάνει δικά της.
Καμμιά βία ποτέ δεν αλλάζει
το νόημά σας»[28].

Άκρως συγκινητικό και το ποίημά της «Αηδόνια από τις Πλάτρες», στο οποίο αφορμάται από τον πασίγνωστο Σεφερικό στίχο, προκειμένου να απευθύνει έκκληση στους πνευματικούς ανθρώπους να μη λησμονήσουν το μαρτυρικό νησί:

«Αηδόνια από τις Πλάτρες,
μην αφήνετε ούτε στιγμή
να κοιμηθούν οι ποιητές.
Στου θρύλου τη μαγεία σας,
μη κοιμηθεί κανένας,
τώρα που ληθαργεί και ξέχασε
τη μαχαιρωμένη τούτη ομορφιά,
ο Θεός της Δικαιοσύνης»[29].

Όμως η βρυσομάνα απ’ την οποία άρδευσε πλούσιους καρπούς η Χρυσάνθη Ζι­τσαία υπήρξε η Ήπειρος, όπου εδράζονται οι φυσικές και πνευματικές καταβολές της. Η αρχέγονη Ήπειρος, η δυσχείμερη, η πανάρχαια κοιτίδα του Ελληνισμού, η εύανδρη Ήπειρος των ευεργετών και των πνευματικών ανθρώπων, με την πλούσια παράδοση, τους μύθους και τους θρύλους της, τα πανηγύρια και τους χορούς της, η Ήπειρος των επικών αγώνων, του ξενητεμού και του μόχθου, που τόσο πολύ τη στερήθηκε και τόσο τη νοστάλγησε, οιστρηλατεί τα ποιητικά της φτερουγίσματα, που στο μεγαλύ­τερο μέρος τους πάλλονται στο ρυθμό του δημοτικού μας τραγουδιού, με τον αχό του οποίου γαλουχήθηκε από τα μικράτα της. Σταχυολογώ εδώ από το ποίημά της «Πα­τρί­δα μου λεβέντισσα» ορισμένους στίχους έμπλεους περηφάνιας κι αγάπης για τον τόπο της καταγωγής της:

«Λεβεντομάνα μου Ήπειρος Πατρίδα τιμημένη
Με τον καϋμό με τ’ όνειρο κινάω να σ’ ανταμώσω.
Να ρθώ της Γης μου νοσταλγός προσκυνητής να φτάσω
Στη Λίμνη τη Γιαννιώτισσα να λούσω την ψυχή μου.
Να μεταλάβω απ’ των Ελλών τ’ αρχαίο το πνεύμα, Ελλάδα
Στις πρώτες ρίζες και πηγές της ξακουστής Δωδώνης.
Του Πίνδου τις ψηλές κορφές να μακρυαγναντέψω
Εκεί που ο θρύλος περπατεί κι η δόξα ανηφορίζει.
Να βγω στη ρούγα του Χωριού με τους πανηγυριώτες
Ανήμερα της Παναγιάς ν’ ακούσω τα κλαρίνα»[30].

Και πόσο της αναστατώνει τον ψυχισμό και της ανάβει την πεθυμιά μια κάρτα σταλ­μένη από τα Γιάννενα! «Λυρικό μήνυμα» ο τίτλος του εμπνευσμένου της ποιή­μα­τος κι η λυρική διάθεση όντως ξεχειλίζει:

«Μια κάρτα από τα Γιάννινα μ’ ένα κομμάτι Λίμνη
μ’ ένα βουνό τη θύμηση και μ’ ένα δάσος νόστο.
Ήρθε σαν κρυφοκάλεσμα, παθητικό τραγούδι
που τὤστειλαν τα κύματα με τ’ απαλό τους χέρι
και τὤφερε της άνοιξης το μυρωμένο αγέρι
να μου ξυπνήσει τον καϋμό και της καρδιάς το τάμα.

Και λέει και λέει χωρίς σωμό για τ’ όνειρο το πλάνο
και στον αφρό λικνίζεται και στο βυθό απομένει
της Λίμνης, με τ’ ακοίμητα βλέφαρα της Φροσύνης
του θρύλου ασημοκάντηλα μες στα νερά αναμμένα.
Με τα σονέττα του Ελιγιά σαν νούφαρα ανθισμένα
Μες τη γλαυκή Παμβώτιδα την πολυαγαπημένη»[31].

Μα απ’ όλες τις αγάπες της η πιο ακριβή αναμφίβολα είναι η Ζίτσα, που, κι αν η τύ­χη το ’φερε να φύγει μακριά της, στην πραγματικότητα δεν έλειψε ούτε για μια στιγ­­­μή απ’ την καρδιά κι απ’ το μυαλό της. Τους άρ­ρη­κτους και ακατάλυτους δε­σμούς της με τη γενέτειρα καταδεικνύει άλλωστε τόσο η επιλογή του φιλολογικού της ψευ­δω­­νύ­μου, όσο και ένα διόλου ευκαταφρόνητο μέρος της λογοτεχνικής της δη­μιουρ­γίας. Πρό­­κει­ται στην κυριολεξία για μια σχέση πάθους, που το κατασιγάζει και το συνδαυλίζει ταυτόχρονα η αέναη νοσταλγική περιδίνηση του νου στους γνώρι­μους τόπους της παιδικής της ηλικίας, στην «πολυστάφυλη και οινόφημη Ζί­τσα»[32], όπου μεγάλωσε με τα ακούσματα των θρύλων και των παραμυθιών:

«Πόσες φορές με τα φτερά, τ’ ακούραστα της σκέψης
Κοντά σου δε φτερούγισα αξέχαστο χωριό μου…
Ω! ξενητειά, δε μπόρεσες ποτέ να λιγοστέψης
Μ’ όσες κι αν έχεις ομορφιές –ετούτο τ’ όνειρό μου.

Κι αλλού λουλούδι’ ανθοβολούν, κι αλλού ο ήλιος λάμπει
Κι αλλού τ’ αγέρι δροσερό, διαβαίνει μυρωμένο
Μα δε λαλούνε τα πουλιά, μα δεν ανθούν οι κάμποι
Μ’ όσ’ ομορφάδα γύρω σου χωριό μου αγαπημένο»[33].

Η λατρεία της για τη Ζίτσα είναι τόση, που αισθάνεται πλήρως ταυτισμένη μαζί της:

«……………………………..
Κι έσμιξα με το φως και με τον ήλιο σου
κι έγινεν ένα κι η ψυχή με σένα.

… Κάτι κι εγώ απ’ τα σπλάχνα σου αξεχώριστο.
Μια πέτρα μέσ’ στα βράχια τα μεγάλα,
κλωνάρι θραψερό από κάποιο δέντρο σου
κι απ’ τα νερά του Καλαμά μια στάλα» [34].

Προσκυνηματικά η σκέψη της ανηφορίζει κατά τον Αϊ-Λια, τον τραγουδισμένο από το λόρδο Μπάιρον, για να θαυμάσει τα θέλγητρα του φυσικού τοπίου και ν’ απο­τί­σει φόρο τιμής στο φημισμένο μοναστήρι ή πάλι για να θρηνήσει τα αιωνόβια δε­ντρα, που τα έκοψαν οι κατακτητές το 1942[35]. Η οικείωσή της με το χώρο ασκεί ανα­ζωογονητική επίδραση πάνω της και, το κυριότερο, μεταγγίζει στην ποίησή της αι­σιόδοξη διάθεση:

«Το γνωρίζω καλά
από τότε που γεννήθηκα.
Ψηλά στον Αη Λια
της πατρίδας μου
ανατέλλει ο ήλιος.

Γι’ αυτό και μου στέλνει
πάντα της Ανατολής
τα Μηνύματα, σ’ όποια
νύχτα κι αν βρίσκομαι»[36].

Άλλοτε πάλι κατηφορίζει κατά το ξωκλήσι τ’ Αϊ- Γιωργιού, ανακαλώντας αλη­σμό­νητες πανη­γυ­ριώτικες μνήμες[37], ή κατά το Θεογέφυρο, που το θρύλο του μετέ­πλα­σε αριστουργηματικά στο πολύστιχο πασίγνωστο αφηγηματικό της τραγούδι[38]. Ή πά­λι ρί­χνει τη ματιά της προς την Παλιουρή, λιγω­μέ­νη απ’ τους ήχους του κλαρίνου και του χορού τα τσακίσματα:

«…Θάνε τρεις δίπλες ο χορός απ’ τα Γραμμενοχώρια.
Θα παίζουν τ’ άργανα συρτούς κ’ οι νιές, οι ομορφομάτες
Που θἄχουνε στα στήθια τους φλουριά κι ασημοκούμπια,
Μια, μια, θα σέρνουν το χορό, κρατώντας το μαντήλι,
………………………………………………………
Θάνε κι από τα Κούρεντα τα ρούσα παλληκάρια
Γιαννιώτικα αρχοντόπουλα, λεβέντες απ’ τη Ζίτσα
Να πίνουν μπρούσικο κρασί τσάμικο να χορεύουν»[39].

Δεν θα μπορούσαν βέβαια να λείψουν οι εγκωμιαστικές ποιητικές της αναφορές στον οίνο της Ζίτσας, σήμα κατατεθέν της τοπικής οικονομίας και κουλ­­­­τούρας, το μα­­­­λα­μα­­τένιο θάμα, όπως τον αποκαλεί στο ομότιτλο τραγούδι της:

«Της Ζίτσας το γλυκό κρασί.
Βάλσαμο κι άγιο ανάμα.
Σαν ηλιαχτίδα ολόφεγγο.
Μαλαματένιο θάμα.

Από σταφύλι ρουμπινί,
σταφύλι κεχριμπάρι.
Που κάνει Ρήγα το φτωχό
το γέρο παλληκάρι»[40].

Κι είναι το ζιτσιώτικο κρασί που τη μεθάει – μέθη ποιητική – το ζιτσιώτικο, που τρικυμίζει την καρδιά και βαλαντώνει το νου, αφήνο­ντας τις θύμησες να ξεχυθούν και τον καημό να φουντώσει, η μεταλαβιά της, το χρυσαστέρι του νόστου, που

«Μέσα στα φύλλα της καρδιάς, φίλτρα θα στάξει, μάγια.
Θα στρώσει και του γυρισμού το δρόμο με τα βάγια»[41].  

Θρηνεί το θάνατο του μπάρμπα Στεφανή Τρίμμη, γνήσιου παλιού Ηπειρώτη δεμέ­νου με τον τόπο του, θρηνολογώντας συνάμα για «μια ακέριαν εποχή που χάθηκε μα­ζί του»[42]. Ιδιαίτερα τιμά τον ομοχώριό της Δημήτριο Νικολίδη, το φιλελεύθερο πα­τριώτη, το μάρτυρα της ελευθερίας, πλέκοντας του της θυσίας τον αίνο με στίχους εμπνευσμέ­νους:

«Συναθλητή, συμμάρτυρα του Ρήγα.
Εμπιστεμένε σύντροφε του Γίγα.
…………………………………..
Τα Θούρια τραγουδούσες του Φερραίου,
με την πλατειά φωνή του Ηπειρώτη
κι έψαλλες της Φυλής τα πεπρωμένα.
Ήσουν και Συ της λευτεριάς αηδόνι,
και Συ ένα ματωμένο χελιδόνι
του Εικοσιένα»[43].

Η μούσα της δεν ξεχνά να υμνήσει και τον ηρωικό θάνατο του συγχωριανού της Νίκου Παπαδιαμάντη, που, έγκλει­στος για τις προοδευτικές του ιδέες από τα όργανα της μεταξικής δικτατορίας και των μετά απ’ αυτή κατοχικών κυβερνήσεων, παραδό­θη­κε τελικά δέσμιος στους κατακτητές κι εκτελέστηκε στη Θεσσαλο­νίκη το 1943:

«Μήτε κι ο πρώτος ήσουν
και μήτε ο στερνός.
Από φως κι απ’ ατσάλι
τ’ ανθισμένα σου χρόνια.
…………………………
Θα θερίσουν τα στάχυα άλλα χέρια
Άλλα μάτια θα ιδούν τα ξανθά καλοκαίρια
όταν θἄχει η ζωή μας καρπίσει.
Καθώς πλάστηκε μέσ’ στην ελπίδα σου
καθώς την έζησες μέσα στην πίστη σου
Με τόσην ομορφιά και δύναμη
όσο ποτέ κανείς δε θα τη ζήση»[44].

Άρωμα Ζίτσας, τέλος, δείγμα επιπρόσθετο λατρείας για την πατρογονική γη, απο­πνέουν και πολλά από τα διηγήματα της Χρυσάνθης Ζιτσαίας, που απεικονίζουν με ενάργεια και πιστότητα ποικίλες εκφάνσεις της λαϊκής ζωής και ψυχολογίας και δια­γρά­φουν με πειστικότητα και ψυχογραφικό βάθος λογοτεχνικούς χαρακτήρες με αυ­τοτέλεια και αυθυπαρξία, όπως, για παράδειγμα, το «Να προφτάσει τον ήλιο», όπου κυ­ρίαρχη μορφή είναι μια γυναίκα – η μάνα της – που διεκδικεί δυναμικά τα δικαι­ώ­μα­τά της κι αψηφά το αντρικό μονοπώλιο στις τοπικές εκλογές, ψηφίζοντας ετσιθε­λι­κά, μόνη αυ­τή, για όλες τις γυναίκες που είχαν τους άντρες τους ξενιτεμέ­νους∙ ή ακό­μη τα «Μέσα στους αφανείς» και «Αχός βαρύς ακούγεται», που η πλοκή τους υφαί­νε­ται πά­νω στα γεγονότα που σχετίζονται με τις παραμονές της απελευθέρωσης της Ζίτσας από τους Τούρκους∙ ή το «Ο σταυρός κι ο λόγος», που αναφέρεται στο πέρα­σμα του Πατροκοσμά από την κωμόπολη κλπ. Ατυχώς ο χρόνος δεν επιτρέπει την εκτενέστε­ρη παρουσίαση των διηγημάτων αυτών, ούτε την αναφορά σε άλλα, πολύ περισσότε­ρο τη γενικότερη θεώρηση του πεζογραφικού της έργου, κρίνω ωστόσο σκόπιμο – προκειμένου να θεραπευτεί κάπως η εκ των πραγμάτων επιβληθείσα από την επικέ­ντρω­ση στην ποιητική της δημιουργία παράλειψη – να αποσπάσω δυο λόγια από την κριτική που ο έγκυρος κριτικός Ανδρέας Καραντώνης επιφύλαξε στο πρώτο της βιβλίο διηγημάτων «Της Ζωής και του Θρύλου», εκδομένο το 1955, που όμως αγκα­λιά­ζει, κατά τη γνώμη μου, το σύνολό τους: Τα διηγήματά της «είναι γραμμένα με γνώ­ση της οικονομίας και της συνθέσεως, που απαιτεί το είδος, με υποβλητική συ­ντομία και με έντονη φρασεολογία, ποιητική και ρεαλιστική μαζί … πλουτίζουν την παράδοση της ηθογραφικής μας διηγηματογραφίας, που τόσα μεγάλα ονόματα την έχουνε τιμήσει ως τώρα και που ποτέ δεν θα πάψη να μας δίνη τους δροσερούς και ελ­ληνικούς καρπούς της»[45].
Στις 11 Ιουλίου 1995 η μουσόληπτη ποιήτρια, που τόσο πολύ αγάπησε και τρα­γού­­δησε τη ζωή, έφυγε «πλήρης ημερών»[46], όπως το ήθελε και το ευχήθηκε. Πριν φύγει, αξιώθηκε να δει παιδιά κι εγγόνια να διαπρέπουν στον καλλιτεχνικό, λογοτε­χνι­­­κό και επιστη­μο­νι­κό τομέα, και δισέγγονα να μεγαλώνουν και να ετοιμάζονται για τα δικά τους δημιουργικά πετάγματα. Όλβιος όντως ο βίος της. Σήμερα, είκοσι χρόνια μετά το θάνατό της, η Ζί­τσα δέχεται ξανά στην αγκα­λιά της, τιμή της και καμάρι της, την άξια θεραπαινίδα της τέχνης, τη δική της Χρυσάνθη Ζιτσαία. Το πλού­σιο έργο της, πολύτιμη παρακατα­θή­κη, ας τροφοδοτεί συνε­χώς το καντήλι της μνή­μης της.
Και κάτι τελευταίο: πριν 23 ακριβώς χρόνια, στις 21 Ιουνίου 1992, σε πολύ προ­χωρη­μένη ηλικία η Ζιτσαία παραβρέθηκε σε μια ανάλογη τελετή που έλαβε χώρα στη Ζίτσα, στα αποκαλυπτήρια των προτομών του πατριάρχη Ιερεμία Α΄ και του εθνο­­μάρ­τυρα Δημήτριου Νικολίδη, απήγγειλε μάλιστα και κατάλληλο για την περί­στα­ση ποίημα με τίτλο «Δόξα σε Σας»[47]. Κατά καλή τύχη η απαγγελία της ηχογραφή­θηκε∙ έτσι, θα έχουμε τη χαρά στη συνέχεια να ακούσουμε τη φωνή της.

                                                                                          Σας ευχαριστώ

                                                                                   Θόδωρος Δ. Κοσμάς


[1] Βλ. Βιωμένος λόγος. Διηγήματα. Θεσσαλονίκη 1983, σ. 16.
[2] Βλ. Κώστα Π. Βλάχου, «Η Ηπειρώτισσα ποιήτρια Χρυσάνθη Ζιτσαία»,  Ηπειρωτικό Ημερολόγιο, τ. 17 (1995), σ. 340.
[3] Πολυεδρικά, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 5.
[4] Συνέπεια, Θεσσαλονίκη 1982, ποίημα «Τραγουδώ», σ. 8.
[5] Πολυεδρικά, ό. π., σ. 43, ποίημα «Χάι Κάι» (απόσπασμα).
[6] Αριστέα Μπούτου, Χρυσάνθη Ζιτσαία, κείμενο που αναρτήθηκε στο διαδίκτυο στις 28-6-2012.
[7] Βλ. Κ. Π. Βλάχου, ό. π., σ. 339.
[8] Συνέπεια, ό. π., σ. 26.
[9] Νίκος Τέντας, Η Ήπειρος στην ποίηση της Χρυσάνθης Ζιτσαίας. Δοκίμιο. Ιωάννινα 2001, σ. 13.
[10] Αλεξάνδρας Παραφεντίδου, Η ποιήτρια Χρυσάνθη Ζιτσαία. Μελέτη. Θεσσαλονίκη 1968, σ. 10.
[11] Ενότητες, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 33.
[12] Βλ. Τέντας, ό. π., σ. 15.
[13] Ταχυδρόμος Αλεξανδρείας, φύλλο 1-3-1959.
[14] Τραγούδια της γης μου, Θεσσαλονίκη 1958, σ. 9, ποίημα «Ο τόπος των 50» (απόσπασμα).
[15] Σχεδιάσματα, Θεσσαλονίκη 1963, σ. 39.
[16] Ενότητες, ό. π., σ. 49, ποίημα «Άτιτλα» (απόσπασμα).
[17] Συμφωνίες, Θεσσαλονίκη 1948, σ. 40 (απόσπασμα).
[18] Οδοιπορία, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 33, ποίημα «Στη Μάνα» (απόσπασμα).
[19] Συνέπεια, ό. π., ποίημα «Εναγώνιο», σ. 15 (απόσπασμα).
[20] Συνέπεια, ό. π., ποίημα «Στο Συνέδριο», σ. 14.
[21] Επισημάνσεις, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 45, ποίημα «Δέηση» (απόσπασμα).
[22] Βλ. Παραφεντίδου, ό, π., σ. 15.
[23] Πολυεδρικά, ό. π., σ. 43, ποίημα «Χάι Κάι» (απόσπασμα).
[24] Ενότητες, ό. π., σ. 26, ποίημα «Γυναίκα Εσύ» (απόσπασμα).
[25] Τραγούδια της γης μου, ό. π., σ. 30.
[26] Παράλληλα, Θεσσαλονίκη 1967, σ. 51-52, ποίημα «Αγαπημένη Πολιτεία» (απόσπασμα).
[27] Τραγούδια της γης μου, ό. π., σ. 12, ποίημα «Φθινόπωρο στον κάμπο των Σερρών» (απόσπασμα).
[28] Συνέπεια, ό. π., σ. 54.
[29] Συνέπεια, ό. π., σ. 47.
[30] Ενότητες, ό. π., σ. 43.
[31] Ενότητες, ό. π., σ. 36.
[32] Τέντας, ό. π., σ. 13.
[33] Μενεξεδένια δειλινά, Βόλος 1929, ποίημα «Νοσταλγία» (απόσπασμα).
[34] Χίμαιρες, Θεσσαλονίκη 1938, σ. 41, ποίημα «Ζίτσα» (απόσπασμα).
[35] Βλ. ποιήματα «Προφήτης Ηλίας» στη συλλογή Με τον αχό του τραγουδιού, Θεσσαλο­νί­κη 1964, σ. 29 και «Τα κομμένα δέντρα» στη συλλογή Λυρικοί δρόμοι, Θεσσαλονίκη 1957, σσ. 27-28).
[36] Επισημάνσεις, ό. π., ποίημα «Πατρίδα», σ. 28.
[37] Βλ. ποίημα «Στ’ Αϊ-Γιώργη το ξωκκλήσι» στη συλλογή Συμφωνίες, ό. π., σ. 21.
[38] Βλ. Ο θρύλος του Θεογέφυρου, Ανάτυπο από Ηπειρωτική Εστία 5 (1956).
[39] Χίμαιρες, Θεσσαλονίκη 1938, σ. 46, ποίημα «Παλιουρή» (απόσπασμα).
[40] Με τον αχό του τραγουδιού, ό. π., σ. 21.
[41] Λυρικοί δρόμοι, ό. π., σ. 13, ποίημα «Το τραγούδι της τάβλας» (απόσπασμα).
[42] Βλ. ποίημά της «Στέφανος Τρίμμης» στη συλλογή Τραγούδια της γης μου, ό. π., σ. 18.
[43] Συνέπεια, ό. π., σ. 39, ποίημα «Δημήτριος Νικολίδης» (απόσπασμα).
[44] Συμφωνίες, ό. π., σ. 38, ποίημα «Νίκος Παπαδιαμάντης» (απόσπασμα).
[45] Φωνές από το χρόνο. Διηγήματα. Θεσσαλονίκη 1962, σ. 6.
[46] Βλ. ομότιτλο ποίημά της στη συλλογή Επισημάνσεις, ό. π., σ. 15.
[47] Βλ. το ποίημα στη συλλογή Επισημάνσεις, ό. π., σ. 20.

Δεν υπάρχουν σχόλια: